Ένας αγωνιστής της ζωής
του Πέτρου Α. Τσώνη
Όταν γεννήθηκε ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας, η Ταβέρνα (Φοινικούντα σήμερα) ήταν ένας μικρός οικισμός με λίγα σπίτια και αρκετές παράγκες, όπου οι ψαράδες φύλαγαν τα δίχτυα τους. Δρόμος δεν υπήρχε και η συγκοινωνία διεξαγόταν με τα γαϊδούρια και τα άλογα μέχρι τη Μεθώνη και την Κορώνη. Το εμπόριο, καθώς και η μεταφορά της σταφίδας, γινόταν με βάρκες, που ξεκινούσαν από το μικρό κόλπο και έφθαναν μέχρι την Καλαμάτα. Το 1921, λοιπόν, γεννιέται στην Ταβέρνα ο Γεώργιος Καραμπίνης από γονείς ψαράδες και αγρότες. Η ολοκλήρωση της οικογένειας περιλαμβάνει στους καρπούς της έξι κορίτσια και τρία αγόρια. Μεταξύ θάλασσας και γης ο μικρός Γιώργος πάει στο Δημοτικό Σχολείο του μεγάλου διπλανού χωριού, της Λαχανάδας, αλλά προλαβαίνει και τελειώνει το σχολείο στο νέο Δημοτικό της Ταβέρνας. Μεγάλη οικογένεια, δύσκολα τα χρόνια, με δυσκολία ο πατέρας του καταφέρνει να χορτάσει φαγητό το «μπουλούκι» του. Το χειμώνα δουλεύει στο λιοτριβείο του Κορακάκη, ενώ ο μικρός Γιώργος αναλαμβάνει να κουβαλάει κάθε μέρα το φαγητό και, παρακολουθώντας, σιγά σιγά μαθαίνει τη δουλειά. Ακολούθησε την παροιμία «ή μικρός μικρός παντρέψου….», στα 24 του χρόνια ο Γιώργος παντρεύεται και φεύγει σώγαμπρος για τη γειτονική Μεθώνη. Ψαράς και αγρότης «έσκαβε και τη νύχτα» για να χτίσει τη δικιά του φαμίλια. Εκεί αποκτά και τη δική του βάρκα, μια «Γαΐτα» με πανιά. Δέκα χρόνια θα μείνει στη Μεθώνη και επιστρέφει και πάλι στην Ταβέρνα με τη φαμίλια του. Το 1955 ρυμουλκεί μέχρι την Ανάληψη μια τεράστια νάρκη. Μαζί του στην παραλία βρίσκεται η μάνα του, ο πατέρας του, ο Γιώργος ο Σκόθος με τη κόρη του Μαρία και ο Γιάννης Μουτζούρης από το γειτονικό Γρίζι (σήμερα Ακριτοχώρι), που ήρθε να διαπραγματευτεί τη μεταφορά αγελάδας από τη Σχίζα. Κανένας δεν έμαθε πώς έγινε το κακό. Η νάρκη έσκασε και πήρε τους περισσότερους μαζί της. Τη γλίτωσαν ο Γιώργος και ο Γιάννης Μουτζούρης, που έχασε το παιδί του. Η ζωή, όμως, συνεχίζεται και ο Γιώργος παλεύει με τη θάλασσα για να επιβιώσει. Έφευγε από το χωριό του απόγευμα με τη «γαΐτα» του, για να φτάσει την άλλη μέρα το πρωί στην Καλαμάτα. Να φορτώσει εφόδια για τα τοπικά μαγαζιά, όπως ρύζι, αλεύρι, πετρέλαιο. Παράλληλα, κάνει και τον έμπορο. Αγοράζει χοντρικά διάφορα τρόφιμα και τα πουλάει στους συγχωριανούς του για να συμπληρώσει μεροκάματο. Παράλληλα, με τη βάρκα του εξυπηρετεί τους τσοπάνους που έχουν τα κοπάδια τους απέναντι στη νήσο Σχίζα, παίρνοντας για τις υπηρεσίες του ένα κατσίκι το χρόνο από τον καθένα. Η επικοινωνία γίνεται με αρχέγονο τρόπο, τις φακτορίες (φωτιές). Αν η φωτιά άναβε στην κορυφή του νησιού, υπήρχε μεγάλη ανάγκη, κάποιοι άνθρωποι κινδύνευαν. Αν η φωτιά ήταν χαμηλά, σήμαινε «έλα να με πάρεις». Μια τέτοια εμπειρία του μας διηγήθηκε ο μπάρμπα Γιώργης πρόσφατα. Τον τσοπάνο Θανάση Μουρδουκούτα τον έφαγε φίδι και κινδύνευε να πεθάνει. Η φωτιά άναψε στην κορυφή και έπρεπε να ξεκινήσει άμεσα για το νησί. «Όλος ο κόσμος είχε μαζευτεί στην παραλία. Ξεκινήσαμε με άλλους τσοπάνους για το νησί, βγαίνοντας όμως έξω ο καιρός ήταν δηλητήριο, οι άνθρωποι φοβήθηκαν και γύρισαν πίσω». Παίρνει τον αδερφό του Σταμάτη και τον Τζανάκη και επιχειρεί και πάλι. Φθάνουν στη Σχίζα, όμως ο καιρός δεν του επιτρέπει να δέσει. Κολυμπώντας καταφέρνουν οι τσοπάνηδες να τον ανεβάσουν στη βάρκα. Τον έβγαλαν στο χωριό, τον πήγαν στην Πύλο και μετά στην Καλαμάτα, αλλά δεν κατάφερε να σωθεί. Τη δεκαετία του ’60 έχει αρχίσει για τα καλά η μετανάστευση. Έτσι, το 1965 ο 45χρονος Γιώργος Καραμπίνης με τη γυναίκα του και τα έξι παιδιά του φεύγουν για το Μόντρεαλ του Καναδά, εκεί που ζει ο αδερφός του. Εδώ τελειώνουν και τα βάσανά του και, όπως ο ίδιος μας λέει, «δεν ξανάζησα φτωχός». Κάνοντας διάφορες δουλειές παίρνει στα 67 του χρόνια σύνταξη και φεύγει από τα χιόνια του Καναδά για τη «μεσογειακή» Καλιφόρνια. Όμως και εκεί δε θα καθίσει πολύ, αφού αναγκάζεται να επιστρέψει στον Καναδά για να μην πάρουν το παιδί του στο Βιετνάμ. Σήμερα με δεκατέσσερα εγγόνια και είκοσι εννιά δισέγγονα, στα 94 χρόνια του ο μπάρμπα Γιώργης βρίσκεται μεταξύ Αμερικής, Καναδά και Φοινικούντας, αναπολώντας τα χρόνια που πέρασαν με τις χαρές και τις λύπες τους.
Leave feedback about this