4 Δεκεμβρίου, 2024
Κ. Γεωργούλη 27, Καλαμάτα 24100, Μεσσηνία
Τεύχος 330 Πρόσωπα

Τζόρτζ Μπίζος

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΕΛΣΟΝ ΜΑΝΤΕΛΑ

 

Έφυγε πρόσφατα από τη ζωή ο Γιώργος Μπίζος, ο στενός φίλος και δικηγόρος του Νέλσον Μαντέλα, ο άνθρωπος που από το Βασιλίτσι Μεσσηνίας έφτασε παιδί στη Νότια Αφρική, έπειτα από μια κορυφαία πράξη αλτρουισμού του πατέρα του και του ιδίου για τη διάσωση Νεοζηλανδών πολεμιστών κατά την προέλαση των Γερμανών.

Πόσο σημαντικός, υπέροχος και σπάνιος άνθρωπος ήταν ο Γιώργος Μπίζος.. μας δίνεται η ευκαιρία να το διαπιστώσουμε σε μια συνέντευξη που έδωσε το Φεβρουάριο του 2014 στο ΒΗmagazino, την οποία αναδημοσιεύουμε ως φόρο τιμής στη μνήμη του. Και μόνο που διαβάζει κανείς για τη ζωή του, τη γενναιότητα και τα ιδανικά του, κυριαρχείται από θαυμασμό.

{συνέντευξη στη Λένα Παπαδημητρίου

ΒΗmagazino, Φεβρουάριος 2014}

 

 

Ο 86χρονος Έλληνας δικηγόρος, Γιώργος Μπίζος, βετεράνος στην προάσπιση υποθέσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μιλάει για τη ζωή και τους αγώνες δίπλα στον “πατέρα της νοτιοαφρικανικής δημοκρατίας”

Ο ΤΖΟΡΤΖ ΜΠΙΖΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΣΙΛΙΤΣΙ Μεσσηνίας δε θα ξεχάσει ποτέ την 8η Αυγούστου 1941. Ήταν η μέρα που σε ηλικία 13 χρόνων έφτασε με το υπερπολυτελές ” Ile de France ” (γεμάτο προσβεβλημένους από φυματίωση Συμμάχους και Ιταλούς αιχμαλώτους πολέμου) στο νοτιοαφρικανικό λιμάνι του Ντέρμπαν.

Στη Νότια Αφρική, τη χώρα των “βρώμικων διαμαντιών και της πιο στυγνής φυλετικής καθαρότητας”, είναι που το πεπρωμένο του Έλληνα μετανάστη (και αυτός από τα “vuilgoed”, δηλαδή τα “σκουπίδια” της Ευρώπης, στη ρατσιστική ιδιόλεκτο των Αφρικάνερς) συνυφαίνεται με εκείνο του κορυφαίου statesman του 20ού αιώνα, του Νέλσον Μαντέλα.

Λιγότερο από δύο μήνες από το θάνατο του πρώτου δημοκρατικά εκλεγμένο προέδρου της Νότιας Αφρικής, ο 86χρονος Έλληνας δικηγόρος (ο οποίος έχει αφήσει το δικό του στίγμα στη σύγχρονη Ιστορία και στο συνταγματικό δίκαιο της αφρικανικής χώρας) μιλάει για τα 65 χρόνια μιας αρραγούς όσο και ιδιότυπης “ασπρόμαυρης φιλίας”, για τη ζωή δίπλα στον αγαπημένο φίλο που αποτίναξε τον αιματηρό ζυγό του απαρτχάιντ.

-Κύριε Μπίζο, τώρα που έχει κοπάσει το πρώτο κύμα του παγκόσμιου πένθους για το θάνατο του Μαντέλα, ήθελα να σας ρωτήσω για αυτή την παράδοξη εκστρατεία «αγιοποίησής» του. Ένας παρουσιαστής του ΒΒC έφτασε στο σημείο να τον παρουσιάσει με τον Ιησού…

«Ο ίδιος θα αντιδρούσε σφόδρα σε αυτό. Απεχθανόταν να απεικονίζετε ως προφήτης ή άγιος, ως Μωυσής. Το υπενθύμιζε ρητά στα βιβλία και στις ομιλίες του, ότι πάνω από όλα ήταν άνθρωπος Δεν ήθελε ο κόσμος να αποκαλεί τη Νότια Αφρική “χώρα του Μαντέλα”, αποστρεφόταν όλο αυτό το “one man show”. Γι’ αυτό, άλλωστε, δε θέλησε να παραταθεί η προεδρική θητεία του…».

-Θέλετε να μου μιλήσετε για την πρώτη σας συνάντηση;

«Ήταν το 1948, την πρώτη χρονιά του απαρτχάιντ. “Κολλήσαμε” από την πρώτη στιγμή. Ήμαστε και οι δύο φοιτητές της Νομικής (εκείνος σε μεγαλύτερο έτος) στο Πανεπιστήμιο Βιτβάτερσραντ του Γιοχάνεσμπουργκ. Ένιωθα υπερήφανος που ήμουν κομμάτι αυτού του φιλελεύθερου πανεπιστημίου, που παρήγαγε μεγάλους δικηγόρους, μηχανικούς, γιατρούς, ανάμεσά τους και ο νομπελίστας μοριακός βιολόγος Σίντνεϊ Μπρένερ. Τώρα, όμως, ζητούσαν να εκδιώξουν τους λίγους μαύρους φοιτητές του. Θυμάμαι πάντα την πρώτη φορά που τον είδα. Ήταν ομιλητής σε μια από τις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας. Ήταν ψηλός ευθυτενής, γοητευτικός, με μια απαράμιλλη ευγλωττία, σίγουρος για τον εαυτό του. Και βέβαια, ο πιο κομψά ντυμένος φοιτητής. Ειλικρινά, δεν ξέρω πού έβρισκε τα λεφτά! Ήταν ακόμη τότε ένας παθιασμένος αφρικανιστής που διακήρυττε ότι οι μαύροι έπρεπε να παλέψουν μόνοι τους. Είχε ήδη αρχίσει να ξεχωρίζει στους κόλπους της νεολαίας του Αφρικάνικου Εθνικού Κογκρέσου (ΑΝC).

Ανέλαβε, μάλιστα, επικεφαλής των εθελοντών της εκστρατείας της Πολιτικής Ανυπακοής, της “καταπάτησης” δηλαδή των άδικων νόμων του απαρτχάιντ. Μου έκανε τόση εντύπωση η ομιλία του, που πήγα και του μίλησα. Με ρώτησε από πού ήμουν, του μίλησα για την Ελλάδα, του εξήγησα ποιες ήταν οι δικές μου θέσεις. Είχα και εγώ τα δικά μου βιώματα, που με είχαν ριζοσπατικοποιήσει. Ταυτιζόμουν με το “μαύρο θυμό”.

Μπροστά στις παραδοσιακές φυλετικές αντιπαλότητες, το κάλεσμα του Μαντέλα ήταν το ίδιο: “Πετάξτε τα όπλα στη θάλασσα!”. Αυτός ήταν ο λόγος που προσέλκυε τους πάντες σαν μαγνήτης: λευκούς, κομουνιστές, φιλελεύθερους, θρησκευτικούς ηγέτες… Δεν υπήρξε άλλος σαν αυτόν».

-Πώς είναι να σπουδάζεις Νομικά σε μια εποχή που ο νόμος ήταν αποκλειστικό εργαλείο καταπίεσης και φυλετικού διαχωρισμού;

«Η νομοθεσία του απαρτχάιντ είχε εισβάλει παντού. Δεν επιτρεπόταν ούτε ο κοινωνικός συγχρωτισμός των φυλών. Ήμασταν φοιτητές στο ίδιο πανεπιστήμιο και δεν μπορούσαμε να κάνουμε μαζί τα πιο απλά πράγματα, για παράδειγμα να πιούμε καφέ στην καφετέρια ή να επιβιβαστούμε στο ίδιο λεωφορείο. Δε μου επιτρεπόταν να τον επισκεφθώ (χωρίς ειδική άδεια) στο σπίτι του στο Σοβέτο (σ.σ. ένα “μαύρο” χωριό, στις παρυφές των ‘’λευκών’’ αστικών περιοχών), και αν τον έπιαναν να μπαίνει στο κτήριο που έμενα εγώ, θα μου έκαναν έξωση. Όταν διασταυρωθήκαμε πια ως δικηγόροι στους διαδρόμους των δικαστηρίων, ξέραμε καλά ότι η φιλία μας είχε δυναμώσει περισσότερο χάρη σε εκείνα που μας χώριζαν.

Η ίδια η δικαιοσύνη προέβαινε στις πιο κατάφωρες αδικίες. Σε μια δίκη, όπου ο Νέλσον είχε αναλάβει την υπεράσπιση ενός μαύρου πελάτη, ο λευκός δικαστής τού φέρθηκε με περιφρόνηση. Δεν μπορούσε να δεχτεί ότι ένας ‘’kaffir’’ (σ.σ.  ρατσιστικός όρος των Αφρικάνερς για τους μαύρους) είχε άδεια δικηγόρου. Στην αρχή, παριστάνοντας ότι δεν τον αναγνωρίζει (παρότι ο Μαντέλα ήταν ήδη πολύ γνωστός), διέκοψε τη δίκη ζητώντας του να φέρει την εξουσιοδότησή του προς παράσταση (σ.σ. να αποδείξει δηλαδή ότι είναι αναγνωρισμένος δικηγόρος). Ο δικαστής το “τράβηξε” ακόμη περισσότερο, όταν, αγνοώντας τον Μαντέλα, απευθύνθηκε στον πελάτη του για να τον ενημερώσει ότι ο δικηγόρος του δήθεν αποσύρθηκε από την υπόθεση και αν ήθελε μπορούσε να επιλέξει κάποιον άλλον. Όταν ο Μαντέλα διαμαρτυρήθηκε, απείλησε ότι θα βάλει να τον συλλάβουν για προσβολή του δικαστηρίου.

Ο Νέλσον ήρθε και με βρήκε στο γραφείο μου. Πρώτη φορά τον έβλεπα οργισμένο. Του είπα: “Έχω μία καλή ιδέα ‘’. Πρότεινα ο πελάτης του Νέλσον να υποβάλει γραπτό αίτημα ότι δεν ήθελε να τον υπερασπιστεί κανείς άλλος εκτός από τον κύριο Μαντέλα και ότι η συμπεριφορά του δικαστή ήταν ρατσιστική. Θεώρησα δε ότι θα ήταν καλύτερο ο πελάτης να υποβάλει το αίτημα στο Ανώτατο Δικαστήριο, ζητώντας να εξαιρεθεί ο δικαστής που αρνούνταν να επιτρέψει την υπεράσπιση σε μαύρο δικηγόρο. Ήταν η πρώτη κοινή μας υπόθεση. Ο δικαστής, βέβαια, ηττήθηκε, γιατί μέσα στο δικαστικό σώμα υπήρχαν αρκετοί που δεν ασπάζονταν τα δόγματα του απαρτχάιντ. Ήταν η πρώτη μας επιτυχία».

Πιστεύετε πως το γεγονός ότι ήσασταν λευκός και μετανάστης «ερέθιζε» περισσότερο το καθεστώς του απαρτχάιντ;

«Ασφαλώς. Όχι, όμως, ότι ήμουν ο μοναδικός λευκός που συστρατεύτηκε με το μαύρο κίνημα. Εγώ, βέβαια, μπήκα από νωρίς στο “μάτι” των Αφρικάνερς. Ερωτηθείς στον κοινοβούλιο “Τι είναι όλες αυτές οι πορείες διαμαρτυρίας στο πανεπιστήμιο”’, ο πρωθυπουργός της τότε κυβέρνησης, Ντάνιελ Φρανσουά Μαλάν, δήλωσε ότι δεν ήταν παρά μια “χούφτα αριστεριστών’’ που αργά ή γρήγορα θα συμμορφώνονταν. Λίγες ημέρες αργότερα, σε μια εκδήλωση διαμαρτυρίας, εγώ, με την αφέλεια και το πάθος της νεότητάς μου, σηκώθηκα και φώναξα: “Αν το να διεκδικώ ίση μεταχείριση για τους μαύρους με καθιστά ‘αριστεριστή’, είμαι περήφανος για αυτό’’. Την επόμενη ημέρα, ο τίτλος στη μεγαλύτερη κυβερνητική εφημερίδα ήταν: “Αριστεριστής και περήφανος για αυτό”’. Από τότε, φαντάζομαι, μου άνοιξαν το “φάκελό” μου, ο oποίος, βέβαια, εμπλουτίστηκε ποικιλοτρόπως τα επόμενα χρόνια! Σημειωτέον ότι ο επικεφαλής της ελληνικής κοινότητας είχε πει στον πατέρα μου (που δούλευε εργάτης εργοστάσιο πυρομαχικών στην Πρετόρια) να με «συμμαζέψει». «Και εσύ τι τους είπες, πατέρα;’’. “Ότι είσαι 20 χρονών και δεν είναι δουλειά μου να σου πω πώς να φέρεσαι”».

-Μιλήστε μου για εκείνες τις «τρεις λέξεις» στην περίφημη δίκη της Ριβόνια (1963-64) που έσωσαν τον Μαντέλα από την θανατική καταδίκη και άλλαξαν το ρου της νοτιοαφρικανικής Ιστορίας…

«Ήταν η καταπληκτική παράγραφος του περίφημου τετράωρου λόγου του Μαντέλα: “Έχω λατρέψει το ιδανικό μιας δημοκρατικής και ελεύθερης κοινωνίας στην οποία όλοι οι άνθρωποι θα συνυπάρχουν αρμονικά και με ίσες ευκαιρίες. Είναι ένα ιδανικό το οποίο ελπίζω να ζήσω για να το υλοποιήσω. Μα, αν χρειαστεί, είναι ένα ιδανικό για το οποίο είμαι έτοιμος να δώσω και τη ζωή μου”. Τον προειδοποίησα: “Αν πεις ότι είσαι διατεθειμένος να πεθάνεις, θα σε κατηγορήσουν ότι ζητάς να γίνεις μάρτυρας”. Του μίλησα για τον Σωκράτη και τη δίκη του. Του έκανα και πλάκα: “Ο Σωκράτης καταδικάστηκε σε θάνατο γιατί δε διέθετε καλό δικηγόρο!”. Να προστεθούν οι λέξεις “if needs be” (εν ανάγκη)».

-Φοβηθήκατε ότι μπορεί να μην άλλαζε γνώμη…

«Όχι, τέτοιες στιγμές ο φόβος κάθεται στα πίσω καθίσματα. Δεν ήταν, όμως, μόνο αυτές οι λέξεις που τον έσωσαν από το θάνατο. Πιστέψτε με, μου έχουν απονείμει περισσότερα εύσημα απ’ όσα πραγματικά άξιζα. Σε αυτό συνέβαλαν και άλλοι λόγοι. Ο ένας ήταν η κατακραυγή του καθεστώτος από την παγκόσμια κοινή γνώμη, ο φόβος για κοινωνικές αναταραχές στις ΗΠΑ, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Γαλλία και σε άλλες χώρες… Ο άλλος λόγος ήταν η συμβολή του παγκοσμίου φήμης Νοτιοαφρικανού συγγραφέα και ηγέτη του Φιλελεύθερου Κόμματος, Άλαν Πέιτον. ‘’Γνωρίζω ποιοι είναι ο Νέλσον Μαντέλα, ο Γουόλτερ Σισούλου, ο Γκόβαν Μπέκι‘’ είχε πει στο δικαστήριο. “Είναι οι νόμιμοι ηγέτες του καταδυναστευμένου λαού της Νότιας Αφρικής. Καταδικάστε τους σήμερα σε θάνατο και όταν έρθει η ημέρα που εμείς οι λευκοί θα θελήσουμε να διαπραγματευτούμε με το μαύρο λαό της Νότιας Αφρικής, δε θα υπάρχει κανείς να συνομιλήσει μαζί μας και θα οδηγηθούμε σε ένα λουτρό αίματος”>>.

-Ποια ήταν η φιλοσοφία επιβίωσης του Μαντέλα στη φυλακή; Πώς κατάφερε να βγει όχι απλώς αλώβητος, αλλά αναγεννημένος, ύστερα από 27 ολόκληρα χρόνια εγκλεισμού;

«Τον επισκεπτόμουν τακτικά όλα αυτά τα χρόνια. Ήταν σαν να έχτιζε μια εσωτερική δύναμη που θα ακόνιζε ακόμη περισσότερο την πολιτική του κρίση και θα τον κρατούσε ζωντανό. Το διαπίστωσα στην πρώτη μου επίσκεψη στη “Μακρόνησο” της Νότιας Αφρικής, στο νησί Ρόμπεν. Αύγουστος του 1964. Με ειδοποίησαν να είμαι έτοιμος να πάρω το καράβι λίγο πριν από τις 7.00 το πρωί. Ήμουν ο μοναδικός επιβάτης. Η ομίχλη με εμπόδιζε να δω απέναντι. Καθώς πλησιάζαμε, η ομίχλη ανέβηκε προς τα πάνω και διέκρινα χιλιάδες πιγκουίνους να σκαρφαλώνουν στους βράχους. Στο λιμάνι με άφησαν να περιμένω σε ένα θαλαμίσκο κοντά στην προκυμαία. Προετοιμαζόμουν νοερά για τη συνάντηση. Σε λίγο εμφανίστηκε ένα ανοιχτό bakkie. Έξι φύλακες κάθονταν στην καρότσα και δύο μέσα στην καμπίνα. Σταμάτησε λίγο πιο πέρα από την είσοδο του θαλαμίσκου όπου στεκόμουν. Οι φύλακες πετάχτηκαν έξω και σχημάτισαν ένα τετράγωνο μέσα στο οποίο διέταξαν τον Νέλσον να πηδήξει. Τότε τον είδα. Φορούσα ένα χιτώνιο, χακί σορτς και σανδάλια από ακατέργαστο δέρμα, χωρίς κάλτσες. Δεν ξέρω αν έχετε πείρα από κρατουμένους. Συνήθως περπατούν με το κεφάλι σκυφτό. Ο Νέλσον, όμως, με το κεφάλι ψηλά, το βλέμμα ευθεία μπροστά, όχι απλώς δεν ακολουθούσε τον ταυτόχρονο βηματισμό των φρουρών, αλλά ήταν εκείνος που έδινε το ρυθμό! Χωρίς περιφρόνηση ή τίποτε τέτοιο. Ήταν απλώς ο εαυτός του. Ο λευκός δικαστής που σας προανέφερα είχε, μεταξύ άλλων, ισχυριστεί ότι ο Μαντέλα είχε εισέλθει στην αίθουσα του δικαστηρίου με τέτοιον αέρα αλαζονείας, που δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν απλώς ένας δικηγόρος! Πέρασα ανάμεσα από τους δύο μπροστινούς φρουρούς. Αγκαλιαστήκαμε. Με ρώτησε πώς είναι η οικογένειά του, αλλά και για τους δικούς μου. Κατόπιν με ρώτησε με τρόπο αν ο ‘’διάδοχός’’ του, ο Μπραμ Φίσερ, ήταν ελεύθερος. Του έγραψα “ναι’’. Και μετά τον άκουσα να μου λέει: “Δε βρίσκομαι πολύ καιρό σε αυτό εδώ το κελί, αλλά φαίνεται ότι ξέχασα τους τρόπους μου. Παρέλειψα να σου συστήσω την τιμητική φρουρά μου”. Έδωσα το χέρι μου σε όλους τους φύλακες, έναν έναν. Αυτός ήταν πάντα. Δεν έχανε τον έλεγχο».

Δεν τον είδατε ποτέ μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια να κάμπτεται;

«Ποτέ, ούτε στις πιο ιδιωτικές του στιγμές. Αυτό που τον κρατούσε ζωντανό ήταν η πίστη στον εαυτό του. Ήταν αφοσιωμένος στην αποστολή του. Ήταν εκείνος που έδινε ελπίδα σε όλους τους άλλους ότι δε θα εξαντλήσουν την ποινή τους. Δεν ενέκρινε την εκστρατεία της Γουίνι: “Ελευθερώστε τον Μαντέλα”. Εκείνος έλεγε: “’Ελευθερώστε όλους τους πολιτικούς κρατούμενους”. Πίστευε ότι μπορούμε να εκπαιδεύσουμε ακόμη και τους εχθρούς μας, ακόμη και τους φρουρούς του στο Ρόμπεν. Σε μία παράσταση της “Αντιγόνης” του Ζαν Ανούιγ που ανέβασαν οι φυλακισμένοι της Πτέρυγας Β’, ο Νέλσον Μαντέλα υποδύθηκε κάτω από τη μύτη του καθεστώτος τον Κρέοντα, ο οποίος καταχράται την εξουσία και οδηγείται στον όλεθρο. Έμαθε Αφρικάνς μέσα στη φυλακή, διότι θεωρούσε χρέος του να καθησυχάσει τους Αφρικάνερς ότι δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν, ότι και εκείνοι θα ήταν κομμάτι της ελεύθερης Νότιας Αφρικής».

Είναι αλήθεια ότι αυτός ο μεγάλος ηγέτης του 20ού αιώνα έφερε βαρέως την κακή διαχείριση της προσωπικής του ζωής;

«Η προσωπική του ζωή είχε πολλούς κλυδωνισμούς. Ακόμη και σήμερα, τα παιδιά του, από διαφορετικές μητέρες, αδυνατούν να έρθουν σε συμφωνία. Την πρώτη φορά πήρε διαζύγιο επειδή η γυναίκα του έγινε μάρτυρας του Ιεχωβά και απαιτούσε από τον Νέλσον να εγκαταλείψει την πολιτική. Με τη γοητευτική, βαθιά πολιτικοποιημένη Γουίνι έζησε ένα μεγάλο love story, με άδοξο όμως τέλος. Η ίδια κατέληξε μια τραγική φιγούρα. Θυμάμαι που λίγο μετά το γάμο τους είχα αναλάβει την υπεράσπισή της. Κατηγορούνταν τότε για επίθεση εναντίον αστυνομικού».

Πολλοί μιλούν για τις αντιφάσεις του ως πολιτικού ηγέτη. Ενώ στα πρώτα χρόνια του ασπάστηκε την πολιτική της μη βίας, αργότερα εγκατέλειψε, οργανώνοντας την παράνομη παραστρατιωτική ομάδα του ANC που επιδόθηκε σε ανταρτοπόλεμο εναντίον της κυβέρνησης…

«Με τον όρο, όμως, ότι θα διασφαλιζόταν πως δε θα χαθούν ανθρώπινες ζωές. Το κίνημα της Νότιας Αφρικής δε ζητούσε αίμα, οι δολοφονίες έπρεπε να παραμείνουν το σύμβολο του απαρτχάιντ. Εσείς μας στερήσατε την αξιοπρέπειά μας, εμείς όμως δε θα πράξουμε το ίδιο. Μοναδική εξαίρεση, βέβαια, η δολοφονία, το Σεπτέμβριο του 1966, του ‘’αρχιτέκτονα του απαρτχάιντ’’, Χέντρικ Φέρβουρντ, από το μισό Νοτιοαφρικανό, μισό Έλληνα, Δημήτρη Τσαφέντα. Ο Νέλσον Μαντέλα ήταν υπέρμαχος της πολιτικής ανυπακοής. Και μπροστά στις παραδοσιακές φυλετικές αντιπαλότητες, το κάλεσμά του ήταν το ίδιο: ‘’Πετάξτε τα όπλα σας στη θάλασσα !’’. Αυτός ήταν ο λόγος που προσέλκυε τους πάντες σαν μαγνήτης: λευκούς, κομμουνιστές, φιλελεύθερους, θρησκευτικούς ηγέτες… Δεν υπήρξε άλλος σαν αυτόν».

Οι επικριτές του, όμως, του καταλογίζουν ότι αυτή η περιώνυμη προσήλωσή του στην ειρηνική συμφιλίωση άφησε ατιμώρητα πολλά εγκλήματα…

«Εν μέρει έχουν δίκιο… Εγώ ο ίδιος για σχεδόν επτά χρόνια εκπροσώπησα στο δικαστήριο πολλές οικογένειες που έχασαν δικούς τους ανθρώπους στα χέρια του καθεστώτος του απαρτχάιντ. Κάποιοι ζητούσαν δίκες της Νυρεμβέργης. Με τον Μαντέλα είχαμε κάνει εκτενείς πολιτικές συζητήσεις, παραθέτοντας μάλιστα διάφορα ιστορικά παραδείγματα. Και εκείνος, παρά την αφροκεντρικότητα της νεότητάς του, τάχθηκε εναντίον των αιματηρών επαναστάσεων. Ακόμη και η Γαλλική Επανάσταση οδήγησε τελικά σε μια επιδρομή τρόμου και σε ένα μεγαλομανή που ήθελε να κατακτήσει τον κόσμο. Μιλήσαμε ακόμη και για τον ελληνικό Εμφύλιο, για το πώς ήταν δυνατόν να αποφευχθεί όλο αυτό το αιματοκύλισμα. Καταλήξαμε στο ότι ο φανατισμός δε λύνει τα προβλήματα».

Μέχρι το 1972 σας αρνούνταν τη νοτιοαφρικανική υπηκοότητα, για 30 χρόνια δεν μπορούσατε να έρθετε στην Ελλάδα… Σκληρό, αλήθεια, το προσωπικό τίμημα που πληρώσατε για τη φιλία σας με τον Μαντέλα και τον αγώνα σας κατά του απαρτχάιντ…

«Μου αρνούνταν την υπηκοότητα, αλλά δεν μπορούσαν να με διώξουν, επειδή ήμουν πλέον αρκετά γνωστός σε πολιτικούς και κοινωνικούς κύκλους. Και παρ’ όλο που μπορούσα να φροντίσω να βγάλω ελληνικό διαβατήριο, φοβόμουν ότι δε θα με άφηναν να γυρίσω στη Νότια Αφρική… Και ας μου έλειπε τόσο η Ελλάδα και το χωριό μου, εκεί πάνω στο ακρωτήρι Ακρίτας… Βλέπετε, όπως συνηθίζω να λέω, εγώ έχω δύο Ιθάκες. Δεν είχαν λείψει ούτε οι απειλές κατά της ζωής μου. Όταν ανέλαβα συνήγορος του αρχηγού του Κομμουνιστικού Κόμματος Κρις Χάνι, ο τότε πρωθυπουργός Τζον Φόστερ μού είχε στείλει μήνυμα με “αγγελιοφόρο’’ το δικηγόρο του: ‘’Να πεις στον Τζορτζ ότι είναι λίγα τα ψωμιά του”. Δεν το είπα ούτε στη γυναίκα μου. Μόνο στον αδελφό μου, τον Σταύρο. Του ζήτησα, αν συμβεί κάτι, να προσέξει την οικογένειά μου. Οποιοσδήποτε άλλος στη θέση του θα μου έλεγε: “Τι πας και μπλέκεις σε πολιτικές δίκες;’’. Εκείνος όμως με στήριξε».

Τελικά, η χώρα κατάφερε να σταθεί στο ύψος του οράματος που είχε για αυτήν ο «Μαντίμπα»;

«Όχι, δεν τα κατάφερε. Είναι πολύ δύσκολο να οικοδομηθεί μέσα σε 30 χρόνια η κοινωνία που οραματίζονταν ο Μαντέλα και οι υποστηρικτές του. Η Νότια Αφρική παραμένει μια διαιρεμένη χώρα. Το χάσμα μεταξύ των εκατοντάδων χιλιάδων πλουσίων και των εκατομμυρίων φτωχών εξακολουθεί να υπάρχει. Το ίδιο και η διαφθορά. Από την άλλη πλευρά, έχουμε ένα από τα πιο προοδευτικά συντάγματα του κόσμου (εγώ ο ίδιος ήμουν στην επιτροπή που το συνέταξε), αν και χρειάζεται χρόνος…».

Υπάρχει και ένα μεγάλο κύμα βίας… Εσείς ο ίδιος έχετε αναλάβει τώρα την υπόθεση Μαρικάνα (σ.σ. τον Αύγουστο του 2012 βρήκαν το θάνατο από πυρά αστυνομικών δεκάδες απεργοί στο μεταλλείο πλατίνας Μαρικάνα).

«Φυσικά και υπάρχει. Η διαφορά, όμως, είναι ότι σήμερα δεν “κουκουλώνεται”, οι ένοχοι δεν έχουν καμία ελπίδα να γλιτώσουν. Τους πηγαίνουμε στο δικαστήριο όλους, σε όποια βαθμίδα και αν ανήκουν, και τους “κάνουμε σμπαράλια’’. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η υπόθεση που έχω αναλάβει με κρατάει μακριά από την Ελλάδα! Κανονικά, έρχομαι δύο φορές το χρόνο. Το 2002 είχαμε έρθει στην Αθήνα μαζί με τον Νέλσον. Θυμάμαι, είχαμε ανέβει στη σουίτα του να στείλουμε ένα φαξ στη Νότια Αφρική. Πήγα και άνοιξα τις κουρτίνες. Φάνηκε ο Παρθενώνας. Ο Μαντέλα τον κοίταξε για τουλάχιστον δύο λεπτά. ‘’Τζορτζ’’, μου είπε, ‘’είσαι βέβαιος ότι δεν έχω αντικρίσει ξανά αυτό το θαύμα;”. Ήταν σαν να τον ‘’κουβαλούσε’’ χρόνια μέσα του».