Σε μία από τις κορυφές του Ταϋγέτου ανάμεσα Μεσσηνίας και Λακωνίας
{γράφει ο Στάθης Παρασκευόπουλος}
Να ‘ναι πρωί και να διασχίζεις τον κάμπο που αγκαλιάζουν προστατευτικά οι Διόσκουροι των βουνών του Ταϋγέτου και του Πάρνωνα, αυτόν απ’ τη Σπάρτη στο Γύθειο εννοώ, και να ‘ναι καλοκαίρι π’ ανεμίζει το φλάμπουρό του στο ηλιοστάλαχτο φως του βασιλιά της ημέρας, είναι, αναντίλογα, μία εύτυχη ώρα. Μετά το χωριό Αιγιές – αφού έχεις βάλει ως προορισμό σου το Μοναστήρι της Παναγιάς της Γιάτρισσας – υποχρεώνεσαι να στρίψεις δεξιά και να πάρεις τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο που οδηγεί στα χωριά: Αρχοντικό, Μέλισσα, Κόκκινα Λουριά, Άγιο Νικόλαο, Σελεγούδι και Καστανιά.
Ένα δρόμο μέσα από ελιές που, καθώς ανηφορίζεις, είναι σε σειρές, στις πεζούλες τους, που μοιάζουν με πτυχώσεις φουστανέλας. Ένα δρόμο, που για να δαμάσει τον ανήφορο, γίνεται φιδίσιος και θα περάσει και από βαθύσκιωτες ρεματιές, πνιγμένες στα πλατάνια και στ’ άλλα αγριόδεντρα. Συμπαθητικό τ’ Αρχοντικό, με πυργόσπιτα η Μέλισσα (στ’ αριστερά της η Κρήνη της Ι.Μ. Ροΐτσας), τα Κόκκινα Λουριά με την πετρόχτιστη εκκλησία τους, ο Άγιος Νικόλαος κεφαλοχώρι ,αμφιθεατρικά χτισμένο, έδρα του Καποδιστριακού Δήμου Σμύνους (και Σμήνους), το Σελεγούδι να σε στέλνει στ’ αριστερά του και η Καστανιά να σε υποχρεώνει σε προσκυνηματική στάση, αφού στο έμπα της δεσπόζει σε λοφίσκο το Ηρώο. Ένα Ηρώο που ανεβαίνεις με σκαλοπάτια, για να βρεθείς μπροστά σε μία μαρμαρόπλακα (ανεγέρθη εμπνεύσει και χορηγία Γερασίμου Καψάλη 1873-1962, μερίμνη της Καψαλείου Επιτροπής τω 1967), όπου υπάρχει στην πρόσοψή της εγχάρακτη αναπαράσταση συμπλοκής Ελλήνων και Τούρκων σε σχέδιο του αρχιτέκτονα Γρηγόρη Ριζόπουλου (εις μνήμην του αρχηγού Κορκοντύλου Κλαδά και των ηρωικών αγωνισθέντων συμπολεμιστών του εις Καστανιά κατά 10.000 Τούρκων το 1841, αλλά και του Παναγιώταρου Βενετσανάκη και του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη αγωνισθέντων το 1870). Κατακαημένε, Μοριά! Κατακαημένη, πατρίδα! Πόσες φορές πέρασες από φωτιά και σίδερο και στάθηκες όρθια!
Και σήμερα… ας μένει το σήμερα, άλλος είναι ο προορισμός μας. Το προσκύνημα στην Παναγιά. Στην Παναγία τη Γιάτρισσα. Γι’ αυτό: «Θου φύλακε τω στόματί μου».
Οι τελευταίες στροφές βιδώνονται, θαρρείς, στον ανήφορο. Αριστερά οι πλαγιές ελατοσκέπαστες με τα έλατα σαν αναμμένα μανουάλια. Και να ’μαστε στην κορφή. Σε μία από τις κορφές του Ταϋγέτου, που κατηφορίζει σαμαρωτός απ’ την πλευρά της άρκτου στη μεσημβρία.
Σωστό κάστρο το Μοναστήρι της Παναγιάς! Μπροστά του χώρος ασφαλτοστρωμένος για το παρκάρισμα των αυτοκινήτων. Περήφανο και αγριωπό και τούτο το κομμάτι του Πενταδάκτυλου, ορθοκορμίζει μ’ έναν αέρα αυτοτέλειας και με την περηφάνια του απροσκύνητου και του αδούλωτου. Σύνορο της Μεσσηνίας και της Λακωνίας. Στην ανατολή του ξανοίγεται όλη η χώρα των Λακεδαιμονίων, που τη φράζει το μακροκόρμι του Πάρνωνα. Δυσμικά, η ορασιά αγκαλιάζει τη Μεσσηνία και τον κόλπο της και αντικρινά διαγράφεται το στέρεο πόδι του Ακρίτα.
Το πρώτο χωριό της, κάτω απ’ τη σκέπη της Παναγιάς, η Μηλέα. Πανεποπτικό μπαλκόνι τούτο το στενόμακρο πετροβούνι, που διάδημά του είναι αυτό το Καστρομονάστηρο της Παναγιάς της Γιάτρισσας με την πελεκητή πέτρα.
Ανηφορίζεις πατώντας και μετρώντας ένα-ένα τα σκαλοπάτια και νιώθεις κιόλας άλλος άνθρωπος σε τούτο τον απόκοσμο ενάγυρο της απόλυτης μοναξιάς. Με μαρμαρόπλακες η πρόσοψη, που δίνουν μία άλλη εικόνα στο «σαν κάστρο Βυζαντινό, πετρόκτιστο με ατάραγο από σίδερο πυλώνα». Χτυπάμε το κουδουνάκι και πρόθυμος κι ευγενικός μάς καλωσορίζει και μας «φιλεύει» στο αρχονταρίκι ο μοναχός Χρυσόστομος, νέος στην ηλικία. Αριστερά η φιλόξενη αίθουσα και δεξιά ο μικρός εκθεσιακός χώρος. Όλα φροντισμένα και κατακάθαρα.
Ένα απέριττο κτίσμα, ως το 1950, ήταν το Μοναστήρι. Με μόνο στολίδι το ορεινό τοπίο του «αρσενικού» βουνού. Από τότε μέχρι σήμερα, με πολλές προσπάθειες του μακαριστού Μητροπολίτη Σωτηρίου (ήταν και πατριώτης μας, από το Εξοχικό Τριφυλίας) και του νυν ποιμενάρχη Χρυσοστόμου Β’ και με τις χορηγίες και τις δωρεές Καστανιωτών και άλλων (Σωτήρη Καπετανάκη, Γεωργίου Τζανετάκου, Ματθαίου Γαβαλά, Παναγιώτη Μαραβέλια, Νικολάου Σάκκαρη, Ευαγγέλου Αρφάνη και πολλών άλλων), ο ναός της Παναγίας (βασιλική με κυρτή στέγη ) – όλος αγιογραφημένος – αλλά και όλοι οι χώροι απέκτησαν το σημερινό επιβλητικό τους πρόσωπο, που σου προκαλεί σεβασμό και δέος.
Ανάβουμε το αγιοκέρι μας και προσκυνούμε μ’ ευλάβεια την εικόνα της Γιάτρισσας (το γενέθλιό της με τους θεοπατέρες της – Ιωακείμ και Άννα – και τρεις άλλες γυναίκες). Την εικόνα, που η επένδυσή της με ασήμι έγινε «δια συνδρομής, Ηλίας Παναγουλάκος κε δια χειρός Νικόλαου Σπιθάκη, 1863 Κύθηρα».
Το μάτι περιεργάζεται το εικονογραφημένο του ναού με τα χρώματα και τις εικόνες, τους Προφήτες, τους Αγγέλους, τους Αγίους, τους Ευαγγελιστές και τους Αποστόλους, που σε φέρνουν πιο κοντά στο Θεό και σου ανεβάζουν τους κραδασμούς της καρδιάς. «Τις Θεός Μέγας, ως ο θεός ημών…» έρχεται ο ψαλμός στα χείλη σου. Και τα λόγια του υμνωδού απ’ το Απολυτίκιο του Γενέθλιου: «Η Γέννησή σου, Θεοτόκε, χαράν εμήνυσε πάση τη Οικουμένη…».
Στο «ΚΤΙΤΟΡΙΚΟΝ» της Μονής διαβάζεις αυτό το κείμενο με βυζαντινούς χαρακτήρες: «Ο ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΟΥΤΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΓΙΑΤΡΙΣΣΗΣ ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ ΕΝ ΕΤΕΙ 382 μ.Χ. ΕΠΙ ΝΑΟΥ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ. ΕΠΙ ΤΩΝ ΕΡΕΙΠΙΩΝ ΑΥΤΟΥ ΑΝΕΓΕΙΡΕΤΑΙ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟΝ, ΥΠΟ ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΗ Κ΄ ΜΑΡΙΑΣ ΗΛΙΑΦΕΝΤΗ ΤΩΝ ΟΜΟΖΥΓΩΝ ΕΚ ΚΑΣΤΑΝΙΑΣ. ΕΤΕΡΟΣ ΥΠΟΣΤΑΣ ΔΕ, ΕΚΤΟΤΕ, Κ’ ΕΤΕΡΑΣ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΕΩΣ ΟΠΩΣ ΤΟ 1904 Κ’ ΕΤΕΡΑΣ ΤΙΝΑΣ. ΑΠΟ ΔΕ ΕΤΟΥΣ 1997 Κ΄ ΕΝΤΕΥΘΕΝ ΠΕΡΙΤΕΙΧΙΣΘΕΙΣ ΠΡΟΣΕΛΑΒΕ ΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗΝ, ΔΙΚΗΝ, ΚΑΣΤΡΟΥ ΜΟΡΦΗΝ»
Στην ίδια πλευρά του ναού, τη δυτική, με τα ίδια στοιχεία και σε όμοιο πλαίσιο με αυτό του «ΚΤΙΤΟΡΙΚΟΥ» είναι γραμμένη η «ΙΣΤΟΡΗΣΙΣ» που μας λέει:
«ΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟΝ ΚΛΙΤΟΣ ΙΣΤΟΡΗΘΗ Κ’ ΕΠΕΡΑΤΩΘΕΙ ΕΝ ΕΤΕΙ 2009 ΑΡΧΙΘΥΤΟΥ ΟΝΤΟΣ ΤΗΣ ΤΩΝ ΜΑΝΙΑΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΤΟΥ Β’ ΤΟΥ ΕΞ ΑΘΗΝΩΝ, ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΔΕ ΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΜ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΝΤΑΖΗ ΤΟΥ ΕΚ ΒΕΡΓΑΣ, ΤΗ ΑΝΑΞΙΑ ΧΕΙΡΙ Κ’ ΤΩ ΘΕΗΛΑΤΩ ΧΡΩΣΤΗΡΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΕΚ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ, ΔΑΠΑΝΑΙΣ Κ’ ΑΝΑΛΩΜΑΣΙΝ ΕΥΛΑΒΩΝ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΛΑΤΡΕΩΝ, ΩΝ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΕΝ ΒΙΒΛΩ ΖΩΗΣ ΕΙΣΙ ΚΑΤΑΓΕΓΡΑΜΜΕΝΑ». Σημαντική η βοήθεια, εκ των απογόνων μάλιστα των Ηλιοφανταίων, είναι και ο ευπατρίδης ιατρός Ευάγγελος Αρφάνης, μιμητής και συνεχιστής της πατρώας ευσέβειας…, ενώ την εξωτερική αναμόρφωση του καστρομονάστηρου είχε αναλάβει ο καθηγητής Δημήτριος Αυγουστίνος με τη συμβολή του αρχιμάστορα Χαράλαμπου Καγιούλη.
Ένα τέτοιο αρχιτεκτονικό και κτιριακό σύνορο άξιζε στην Παναγιά του Ταϋγέτου, τη διαφεντεύτρα της Μεσσηνίας και της Λακωνίας. Τούτη η κορφή του αλπικού τοπίου των 1100 μέτρων ύψους έχει τη βούλα της μεγάλης θεϊκής δωρεάς. Έχει και η λιτότητα του τοπίου τη δική του ομορφιά, όμως η ορασιά ακούραστη πάντα ξεφεύγει και πάει πιο μακριά, ν’ αγκαλιάσει τις ελατοσκέπαστες πλαγιές και τους γήλοφους με τις ειρηνοφόρες θυγατέρες του ήλιου. Το οργασμένο πράσινο πασχίζει να σκαρφαλώσει ως την κορφή δίχως όμως να τα καταφέρνει. Εδώ το χειμώνα κυρίαρχος είναι ο βοριάς και ο λευκός επισκέπτης, που τα θέλουν όλα δικά τους.
Ο νους γυρίζει και στα περασμένα και φαντάζεσαι μαζί με τη Νέλλυ Λαγάκου, που ‘δωσε σε βιβλιαράκι τα της Ιεράς Μονής: «Τάματα φορτωμένα στα ζώα, όπως δοχεία με λάδι για τα καντήλια, οκάδες κερί, λιβάνι, φορτία με στάρι, ψωμί, δοχεία με τυρί και ό,τι άλλο διέθεταν φτιαγμένο με τα χέρια και τον ιδρώτα τους. Ακόμη, πρόσφεραν ζώα… πουλερικά …, κάποιοι πρόσφεραν χρήματα, άλλοι κοσμήματα, αργυρόχρυσα τάματα που τα κρεμούσαν στην εικόνα της».
Το προσκύνημά μας τελειώνει. Ένα οδοιπορικό που στάθηκε μεγάλο για την ψυχή και την καρδιά μας. Αποχαιρετούμε τον καλοσυνάτο ερημίτη- φύλακα άγγελο της Παναγιάς του Ταϋγέτου, ευχαριστώντας τον και με τις ευχές μας η «ουρανών Υψηλότερα» να του χαρίζει υγεία και δύναμη για να την υπηρετεί εδώ πάνω στη βουνίσια βίγλα της.
Στίχοι όπως αυτοί «Παναγιά μου ηλιόκτιστη /της καρδιάς μας και του ονείρου/ συννεφοσκέπαστη των ουρανών, /της γιατρειάς και της ελπίδας», και όπως οι άλλοι: «Ω Παναγία Γιάτρισσα, του κόσμου θεία σκέπη,/ του Ταϋγέτου κόσμημα και τ’ ουρανού το φως», βάζουν τη βούλα τους ως επίλογο αυτού του οδοιπορικού, μαζί με τις ευχαριστίες στους φίλους Κώστα, Λεωνίδα και Δημήτρη και στις γυναίκες μας, που πήραμε την απόφαση γι’ αυτό το αξέχαστο προσκύνημα που θα θυμόμαστε όσο ζούμε.