του Θανάση Παντέ
«Το ντοκιμαντέρ είναι ένα εργαλείο να εκπαιδεύσουμε και να πληροφορήσουμε»
Υπάρχουν γύρω μας δημιουργοί τόσο χαμηλών τόνων που προτιμούν να περνούν απαρατήρητοι, αφήνοντας το έργο τους να μιλήσει.
Σ’ αυτή την κατηγορία σεμνών δημιουργών ανήκει και η Τζίνα Πετροπούλου, που αυτή την περίοδο παραδίδει μαθήματα ντοκιμαντέρ στο Καλλιτεχνικό Στέκι Καλαμάτας.
Η ενασχόληση με τούτο το κινηματογραφικό είδος δεν προέκυψε τυχαία, ούτε και είναι πρόσκαιρη.
Χωρίς καμία δόση υπερβολής, η Τζίνα Πετροπούλου είναι από τους λίγους δημιουργούς στην Ελλάδα που έχει εντρυφήσει επιστημονικά στο είδος του ντοκιμαντέρ πριν ασχοληθεί εν συνεχεία επαγγελματικά μαζί του.
Συναντηθήκαμε στο Καλλιτεχνικό Στέκι, μια μέρα που δεν είχε μάθημα και μιλήσαμε για την καλλιτεχνική της διαδρομή.
Πέρα από τις σπουδές της στο εξωτερικό, έχει εργαστεί ως διευθύντρια τμήματος κινηματογραφικών παραγωγών στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, σε αρκετά ντοκιμαντέρ, ενώ έχει ασχοληθεί και με την οργάνωση παράλληλων εκδηλώσεων και δραστηριοτήτων γύρω απ’ ό,τι σχετίζεται με το ντοκιμαντέρ. Επίσης, έχει εργαστεί ως παραγωγός και διευθύντρια παραγωγής σε ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους, σε ελληνικές και ξένες παραγωγές, καθώς και στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο, αλλά και σε ερευνητικά προγράμματα, ενώ έχει διδάξει στο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών στο Μόντρεαλ ελληνική αρχαιολογία και πολιτισμό.
Ακόμα, είναι μέλος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και ιδρυτικό μέλος της μη κερδοσκοπικής εταιρίας «Των Ανωνύμων», που ασχολείται με τη συλλογή, καταγραφή και τεκμηρίωση ερασιτεχνικού υλικού της περιόδου 1922-1970. Αρκετές, επίσης, είναι οι βραβεύσεις από τις δημιουργίες στις οποίες έχει πρωτοστατήσει.
Για όλα αυτά η ίδια λέει ελάχιστα. Άλλωστε, δε χρειάζεται να πει πολλά, όταν το έργο της μιλά από μόνο του:
–Καλαματιανή, λοιπόν, κι εσείς κυρία Πετροπούλου;
Μάλιστα, ο πατέρας μου ήταν γιατρός στην πόλη, όμως εγώ γεννήθηκα στον Καναδά και εκεί σπούδασα.
-Αυτά που σπουδάσατε σχετίζονται με τη σημερινή σας ενασχόληση;
Ήρθα στην Ελλάδα από τον Καναδά το 1993. Έχω τελειώσει Αρχαιολογία και έχω πάρει μάστερ σε αυτήν. Μετά σπούδασα Κινηματογράφο στο Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ. Έρευνα και σκηνοθεσία εκπαιδευτικού ντοκιμαντέρ είναι η ειδικότητά μου. Κι όταν γύρισα στην Ελλάδα, ασχολήθηκα με την έρευνα και τη διεύθυνση παραγωγής ντοκιμαντέρ, αλλά και σε ταινίες μεγάλου μήκους.
Από το 2000 και μετά είμαι και παραγωγός. Χρηματοδοτώ και κάνω δικά μου ντοκιμαντέρ, όσον αφορά στην έρευνα και την παραγωγή τους.
-Είναι εύκολο σήμερα να κάνεις μια ταινία στην Ελλάδα;
Δεν είναι καθόλου εύκολο. Από το 2010 και μετά τα πράγματα έχουν δυσκολέψει πολύ. Μέχρι το 2009 υπήρχαν δύο βασικοί φορείς που μας βοηθούσαν, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και η ΕΡΤ. Ύστερα ήρθαν τα δύσκολα. Το Ε.Κ.Κ. τα τελευταία χρόνια δε δίνει τίποτα, γιατί δεν έχει λεφτά. Απ’ την άλλη, είναι η ΕΡΤ, που πάει πιο αργά απ’ ό,τι πήγαινε πριν. Δεν κάνει παραγωγές όπως έκανε πριν, και προσπαθεί να παίρνει έτοιμα έργα που της κοστίζουν πολύ πιο φθηνά, παρά να χρηματοδοτήσει μια παραγωγή.
-Με τις χορηγίες γίνεται κάτι;
Δυστυχώς, δεν έχουμε πια το πλεονέκτημα των χορηγιών που είχαμε παλιά. Μέχρι το 2006 δεν ήταν δύσκολο να βρεις χορηγία. Από εκεί και μετά, άρχισαν να κολλάνε τα πράγματα.
-Ο νόμος Βουλγαράκη δε βοήθησε;
Ο νόμος έχει ψηφιστεί, αλλά δεν εφαρμόζεται. Παρ’ όλα αυτά, παραγωγές γίνονται. Το 2012 είχαμε περίπου 50 παραγωγές μικρού μήκους, μεγάλου μήκους και ντοκιμαντέρ, που έγιναν εκ των ενόντων, δηλαδή με τη βοήθεια συντελεστών που έρχονταν με πολύ λίγα χρήματα, στην ουσία αφιλοκερδώς.
-Κάνατε κάποια ταινία το 2012;
Έκανα ένα ντοκιμαντέρ για την Κατερίνα Γώγου, με όλους τους συντελεστές να έχουν εργαστεί αφιλοκερδώς. Υπήρξαν, βέβαια, και έξοδα που δεν μπορούσα να αποφύγω, αλλά σίγουρα κόστισε πολύ λιγότερα σε σχέση με τα λεφτά που θα είχα δώσει, αν δεν υπήρχε η φιλική συμμετοχή των συνεργατών. Σκηνοθέτης στο ντοκιμαντέρ για τη Γώγου, που παρουσιάστηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο στις Νύχτες Πρεμιέρας στην Αθήνα, είναι ο Αντώνης Μποσκοΐτης.
-Είχατε γνωρίσει τη Γώγου;
Όχι, δεν την είχα γνωρίσει. Γνώριζα την ποίησή της και την είχα δει στις ταινίες που είχε εμφανιστεί, αλλά μέχρι εκεί.
-Τι ήταν αυτό που σας οδήγησε να κάνετε ένα ντοκιμαντέρ για τη Γώγου;
Μ’ ενδιέφερε πάρα πολύ η περίπτωσή της, γιατί έφυγε όπως έφυγε τελικά, χωρίς να προλάβει να καταξιωθεί όπως της άξιζε.
-Ποιοι μιλούν για τη Γώγου στην ταινία;
Μιλούν ο Νάνος Βαλαωρίτης που την είχε βοηθήσει να εκδώσει την πρώτη ποιητική της συλλογή στα αγγλικά, ο ηθοποιός Αντώνης Καφετζόπουλος, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου κ.ά.
-Tι είναι για εσάς το ντοκιμαντέρ;
Το ντοκιμαντέρ για μένα είναι ένα εκπαιδευτικό εργαλείο, πρώτα απ’ όλα γνωστικό και θεωρώ ότι είναι μια μορφή τέχνης, αν ξεφύγουμε απ’ αυτή την απλοποιημένη παραγωγή που γίνεται συνήθως. Στην Ελλάδα δεν έχει μεγάλη ανταπόκριση το ντοκιμαντέρ, επειδή ακριβώς δεν υπάρχει μεγάλη έρευνα και επειδή δε βλέπουν με αισθητική αντίληψη. Πιστεύω ότι στο ντοκιμαντέρ ο σκηνοθέτης μπορεί να βγάλει όλο του το καλλιτεχνικό ταλέντο.
-Πόσα ντοκιμαντέρ έχετε κάνει μέχρι σήμερα;
Ως σκηνοθέτης έχω κάνει μόνο στον Καναδά τέσσερα ντοκιμαντέρ, αλλά στην Ελλάδα δεν έκανα, γιατί με ενδιέφερε κυρίως η έρευνα. Παράλληλα, βέβαια, με την έρευνα αναλαμβάνεις τη σκηνοθεσία, αλλά σε συνεργασία με ένα άλλο άτομο.
Επειδή ήμουν από το χώρο της Αρχαιολογίας, ήθελα ν’ ασχοληθώ με το αρχαιολογικό ντοκιμαντέρ, όταν ήρθα στην Ελλάδα όμως μου πρότειναν να κάνω διεύθυνση παραγωγής και, δυστυχώς, καθιερώθηκα σ’ αυτήν.
–Με ποιους σκηνοθέτες έχετε συνεργαστεί;
Είναι αρκετοί. Ο Ανδρέας Κουμπούρας, ο Δημήτρης Λουκόπουλος, η Βίκυ Παζίρη, η Έφη Ξηρού, ο Αντώνης Μποσκοΐτης, η Μάρσα Μακρή, ο Γιώργος Ζέρβας, που κάναμε και το ντοκιμαντέρ για την Αρχαία Μεσσήνη, και πάρα πολλοί ακόμα.
Εκείνο που πιο πολύ με ιντριγκάρει στη διαδικασία ενός ντοκιμαντέρ είναι η έρευνα και, λόγω κατάρτισης και εμπειρίας, συνεργάζομαι πολύ με τους σκηνοθέτες.
–Τους «καπελώνετε» στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας;
Όχι, σε καμία περίπτωση. Έχουμε μ’ όλους μια πολύ καλή συνεργασία. Όταν σκηνοθετήσω, θέλω να είναι κάτι εξ ολοκλήρου δικό μου, για να έχω όλη την ευθύνη πάνω μου.
-Είστε διαλλακτική στις συνεργασίες σας ή θέλετε να έχετε τον τελευταίο λόγο;
Θέλω να έχω τον τελευταίο λόγο, αλλά σίγουρα μπορώ να καταλάβω ποιος έχει δίκιο και ποιος έχει άδικο. Πιστεύω, όμως, αυτό που ισχύει στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, ότι το έργο είναι του σκηνοθέτη και όχι του παραγωγού, όπως συμβαίνει στον αμερικάνικο κινηματογράφο.
-Έχετε κάποιους κινηματογραφιστές που θεωρείτε πρότυπά σας;
Ως πρότυπό μου σε σχέση με τα ντοκιμαντέρ έχω τον Ροβήρο Μανθούλη, γιατί αυτό που κάνει είναι εντελώς ολοκληρωμένο. Επίσης, πρότυπό μου θεωρώ τον Κώστα Γαβρά και ειδικά η ταινία του «Το τσεκούρι» θεωρώ ότι είναι η καλύτερη που έχω δει ως τώρα.
-Έχετε γνωριστεί μαζί τους;
Με τον Γαβρά όχι, αλλά τον Μανθούλη τον είχα γνωρίσει στο Παρίσι, όταν γυρίζαμε ένα ντοκιμαντέρ για τον Ξενάκη και είχε έρθει να μιλήσει γι’ αυτόν.
-Τι ετοιμάζετε αυτή την εποχή;
Ολοκληρώνω δύο ντοκιμαντέρ για τους σαϊτολόγους και το αλάτι της Μάνης, ενώ θα μ’ ενδιέφερε πολύ να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για το λιμάνι της Καλαμάτας, έχοντας την πλήρη ευθύνη για τη δημιουργία του.
-Στο Καλλιτεχνικό Στέκι τι διδάσκετε σχετικά με το ντοκιμαντέρ;
Βλέπουμε ταινίες, κάνουμε ασκήσεις για το μοντάζ, ιστορία αισθητικής και οτιδήποτε άλλο σχετίζεται με το είδος αυτό σε ελληνικό και διεθνές επίπεδο.
-Άλλα ενδιαφέροντα έχετε;
Μου αρέσουν πολύ τα ταξίδια, κυρίως στις χώρες της Αφρικής. Είμαι συνεργάτης της Action Aid και έχω κινηματογραφήσει τις δραστηριότητες του οργανισμού σε Αιθιοπία και Μαλάουι.
-Στην Καλαμάτα ερχόσασταν συχνά όλα αυτά τα χρόνια;
Πάντα ερχόμουν κατά καιρούς, αλλά τον τελευταίο καιρό θέλησα να επιστρέψω μόνιμα για καλύτερη ποιότητα ζωής και νομίζω ότι η επιλογή μου είναι σωστή. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι δε θα συνεχίσω να βρίσκομαι όπου το απαιτούν οι επαγγελματικές μου υποχρεώσεις.