Η Οδύσσεια ενός αντάρτη
Του Πέτρου Α. Τσώνη
Η συγκλονιστική ιστορία του έφηβου από τον Άρι που γλίτωσε από τα δόντια της μυλόπετρας του εμφυλίου
Ένας έφηβος που ακόμη δεν έχει κλείσει τα 19 του χρόνια αναγκάζεται να βγει στο βουνό. Εκεί, εντάσσεται στο Δημοκρατικό Στρατό και για δύο χρόνια παίρνει μέρος σε εκατοντάδες μάχες στα βουνά της Πελοποννήσου. Ο εμφύλιος πόλεμος βρίσκεται στην κορύφωσή του. Ο χρόνος δουλεύει υπέρ του Εθνικού Στρατού. Η κραταιά 9η Μεραρχία του Δημοκρατικού Στρατού αποδεκατίζεται. Και σαν να μην έφθανε αυτό, ο σκληρός χειμώνας του ’49 έρχεται να δώσει τη χαριστική βολή στους ελάχιστους και καταπονημένους αντάρτες που βρίσκονται εγκλωβισμένοι στον Ταΰγετο. Το παιδί ανδρώθηκε στη μάχη και τον πόλεμο με 10 ακόμη συντρόφους του, μεταξύ αυτών γυναίκες και μικρά παιδιά. Βρίσκουν καταφύγιο σε σπηλιά κοντά στην Άνω Βέργα (Σέλιτσα), όπου υπήρχαν τρόφιμα και εφόδια για λίγους μήνες.
Η απερισκεψία κάποιου από την ομάδα να κατέβει σε γειτονική στάνη και να ζητήσει γάλα και τυρί είναι η αρχή του τέλους. Ο τσοπάνης ειδοποιεί τους στρατιώτες και τους εντοπίζουν. Προσπαθούν να διαφύγουν. Σκοτώνονται όλοι, εκτός από το νεαρό πρωταγωνιστή της ιστορίας μας. Περπατώντας νύχτα για αρκετές μέρες, κάτω από τη μύτη των στρατιωτικών δυνάμεων, φθάνει στο χωριό του, στον Άρι, και κρύβεται σε αγρόκτημα της οικογένειας, αφού ειδοποιεί τη μητέρα και τη γιαγιά του που τον έχουν για πεθαμένο. Η παιδική αφέλεια της αδελφής του και μιας μικρής εξαδέλφης του φανερώνει το μυστικό και αμέσως συλλαμβάνεται. Οδηγείται στο Έκτακτο Στρατοδικείο Καλαμάτας και καταδικάζεται εις θάνατο.
Για καλή του τύχη εκείνη την εποχή το βασιλικό ζεύγος έρχεται περιοδεία στην Καλαμάτα. Η γιαγιά του πέφτει στα πόδια τους στην Αριστομένους, τους παρακαλεί και τους επιδίδει γράμμα που εξιστορεί την υπόθεση. Η εκτέλεση με βασιλική διαταγή αναστέλλεται.
Φυλακές, εξορία, στρατός και επιστροφή στο χωριό. Με χίλια δύο βάσανα καταφέρνει να φύγει ως τουρίστας για την Αμερική. Θα ζήσει εκεί για 20 χρόνια, όπου θα ασχοληθεί σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις. Σήμερα ζει τον περισσότερο καιρό στον τόπο του, τον Άρι, με παράσημα τα κομμένα του δάχτυλα από τα κρυοπαγήματα και την ασθενή του ακοή από σκάσιμο οβίδας δίπλα του. Μας μιλάει για τη ζωή του – ιδιαίτερα τα χρόνια του εμφυλίου – με φοβερές λεπτομέρειες.
«Δεν ξέρω τι μπορεί να έγινε στις μάχες, όμως, το χέρι μου δεν το μάτωσα» μας λέει.
Βρισκόμαστε στα τέλη του 1949 και η πλάστιγγα έχει γείρει υπέρ του Εθνικού Στρατού. Ο Στάθης Καμούζης αφηγείται:
«Με την 9η Μεραρχία δώσαμε πολλές μάχες στην Αργολιδοκορινθία, τελικά δεν μπορέσαμε να ανταπεξέλθουμε, επιπλέον ήρθε και ένας πρωτόγνωρος βαρύς χειμώνας. Θυμάμαι τον ταγματάρχη του αλβανικού πολέμου, Κώστα Κανελλόπουλο, να σηκώνει τα χέρια ψηλά και να λέει:
“Παναγία μου, ούτε στην Αλβανία έτσι”.
Δεν μπορούσαμε να πλησιάσουμε σε χωριό, τα τρόφιμα ήταν ελάχιστα, όλα τα παιδιά, όμως, είχαν θέληση και πέθαναν μ’ ένα γέλιο, μ’ ένα καλαμπούρι. Αρκετοί αυτοκτόνησαν.
Ξεκινήσαμε γύρω στα 80 άτομα να κατέβουμε προς τον Ταΰγετο. Φθάσαμε κοντά στην Κοντοβάζαινα σ’ άσχημη κατάσταση.
Ο Δημήτρης Κανελλόπουλος διατάζει να βρούμε ζώα. Λεφτά είχαμε να τα αγοράσουμε, αφού είχαμε πάρει αρκετό μερίδιο από τις χρυσές λίρες που πέταξε αεροπλάνο στην Αγουλινίτσα. Απάνου που σφάξαμε τα ζώα και αρχίσαμε να τα βράζουμε, πλακώνει ο Στρατός, τα παρατάμε και φεύγουμε.
Εδώ θα σας αφηγηθώ το θάνατο του Κανελλόπουλου, που τον έζησα από πολύ κοντά. Έχει βγει από την κρυψώνα μας, σ’ ένα εκκλησάκι και με τα κιάλια παρατηρεί την περιοχή. Ένας πυροβολισμός ακούσθηκε, το βλήμα τον βρήκε στην καρδιά.
Φθάνουμε στον Άκοβο. Εκεί συναντηθήκαμε και μ’ άλλα παιδιά, ταλαιπωρημένοι κι αυτοί.
Αποφασίσθηκε οι άρρωστοι να προωθηθούν στο νοσοκομείο που είχαμε στο Ρίντομο του Ταϋγέτου.
Εγώ, αν και είχα πάθει κρυοπαγήματα, αποφάσισα να μην πάω. Υπήρχαν κρυψώνες με τρόφιμα, ξηρά τροφή, παξιμάδια, παστά και νερό για τρεις μήνες.
Μαζί με το συγχωριανό μου τον Λυκούργο, έναν Μεγαλοπολίτη, μια γυναίκα με τα τρία παιδάκια της, τον κουνιάδο της με τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά τους, φεύγουμε για τη Σέλιτσα, όπου υπήρχε μια τέτοια γιάφκα.
Εκεί, ήμαστε ασφαλείς και κανείς δε θα μας αποκάλυπτε. Του καπινάει του Λυκούργου με του Φιλανδριανού το γιο να πάνε να βρούνε έναν τσοπάνη που γνωρίζανε να πάρουν γάλα και φρέσκο τυρί. Κάναμε μεταξύ σύσκεψη και τους είπα πως τα πράγματα είναι δύσκολα, έχουν δει πολλά τα μάτια μου και πως δεν πρέπει να πάνε. Δε με ακούσανε και πήγανε.
Γυρίσανε χαρούμενοι, αφού ο τσοπάνης τούς καλοδέχθηκε, όμως εγώ ήμουν σίγουρος ότι θα μας δώσει στο Στρατό.
Τους μαζεύω και τους λέω ότι τα πράγματα είναι δύσκολα, το αντάρτικο έσπασε και τουλάχιστον να σώσουμε τα παιδάκια. Να τα ορμηνέψουμε και να τα στείλουμε να παραδοθούν στο Στρατό για να γλιτώσουν. Η μάνα τους μου επιτέθηκε “Τα παιδιά είναι δικά μου και δε σου πέφτει λόγος”.
Ένα απόγευμα, λοιπόν, ακούμε τους στρατιώτες να μας φωνάζουν “παραδοθείτε”. Αρχίζουμε να τρέχουμε για να γλιτώσουμε. Πρώτος φεύγει ο Λυκούργος, μια σφαίρα και πάρ’ τον κάτω. Μετά φεύγει η γυναίκα με το παιδάκι στην πλάτη της, της έρχεται μια ριπή, πέφτει κάτω και μαζί το παιδάκι, που το πέρασε η σφαίρα. Πάει και ο άλλος, πάει και ο άλλος.
Γλιτώνω εγώ με το μικρό Βαγγελάκη, που μια σφαίρα τσάκισε το χεράκι του. Τρέξε, Βαγγελάκη μου, έλα, Βαγγελάκη μου, δεν μπορώ, θείε μου, το χεράκι μου και πέφτει ο Βαγγελάκης μέσα στους θάμνους. Εκεί το χάνω το παιδί, δεν τον ξαναείδα τον Βαγγελάκη. Βαγγελάκη, φωνάζω, ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Κρυμμένος παρακολουθώ τους στρατιώτες που με ψάχνουν και βρίζουν. Τους βλέπω να ψάχνουν τους νεκρούς. Κάποια στιγμή φεύγουν.
Να σας πω εδώ ότι με τον Λυκούργο είχαμε συνεννοηθεί ότι, αν κάποιος από τους δύο ζήσει, να πάει στην οικογένειά του την ταυτότητα και κάποιες φωτογραφίες.
Αφού νύχτωσε, βγήκα να εκπληρώσω την επιθυμία του Λυκούργου. Τον βρήκα κοκαλωμένο, η σφαίρα τού είχε ανοίξει το κεφάλι. “Λυκουργάκι, του λέω, δε μ’ άκουσες”, ενώ στη γυναίκα είπα: “Έφαγες τα παιδάκια σου”. Τον Λυκούργο τον τράβηξα προς τον λόγγο και τον σκέπασα με φύλλα. Την ταυτότητά του την πήρα και την έδωσα αργότερα στην αδελφή του».
Μόνος του, με τους συντρόφους του σκοτωμένους, ο Στάθης Καμούζης προβληματίζεται ποιο δρόμο ν’ ακολουθήσει. Αποφασίζει να επιστρέψει στο σπίτι του στον Άρι. Κατεβαίνει προς την Καλαμάτα και, όταν νυχτώνει, συνεχίζει τη διαδρομή του προς το Γαρδίκι.
Στα Συρακέικα μπαίνει σε φιλικό του σπίτι. Η νοικοκυρά τον αγκαλιάζει και του προσφέρει φαγητό. Συνεχίζει και φθάνει έξω από τον Άρι, σε αγρόκτημα της οικογένειας και κρύβεται σε χαντάκι.
«Κάποια στιγμή βλέπω τη μητέρα μου να έρχεται, της φωνάζω, αγκαλιές, φιλιά – βλέπεις με είχαν για πεθαμένο. “Μάνα, της λέω, τα πράγματα δεν πήγαν καλά. Χάσαμε τον πόλεμο, χάσαμε και τον εαυτό μας”.
“Η γιαγιά σου κλαίει συνέχεια, μου λέει, πρέπει να της το πούμε ότι ζεις”.
“Μάνα, της λέω, μην πεις στη γιαγιά τίποτα, πήγαινε να μου φέρεις ρούχα και βρες την τάδε γυναίκα να έρθει εδώ με το γάιδαρο φορτωμένο με σανό, για να καταφέρω να φύγω”.
Όμως, προδόθηκα από την ίδια μου την αδελφή και την ξαδέλφη μου. Τα κοριτσάκια είχαν μάθει ότι είχα σκοτωθεί, άκουσαν όμως τη μητέρα μου να λέει στη γιαγιά ότι είμαι κρυμμένος στο χωράφι και άρχισαν να φωνάζουν από χαρά “εδώ είναι”, “εδώ είναι”. Ήρθαν κοντά μου, τα αγκάλιασα, τα φίλησα και προσπάθησα να τα φοβίσω για να μην πουν τίποτα.
Μάταια, όμως, τα παιδιά, μες την αφέλειά τους, πήγαν στο μπακάλικο του εξαδέλφου μου και με χαρά ανήγγειλαν ότι δεν έχω σκοτωθεί και βρίσκομαι στο χτήμα. Η σύλληψή μου ήταν εύκολη υπόθεση για τους χωροφύλακες και τους χίτες».
Η συνέχεια γράφεται στο «Πανελλήνιο», στο σύγχρονο κολαστήριο, όπως ο ίδιος το αποκαλεί. Εκεί, στο άντρο του Παυλάκου, αρχίζουν τα βασανιστήρια και το ξύλο. Μου ζητούσαν να τους πω τους συντρόφους μου. Στάθη, ξέρεις ό,τι ξέρεις λέω, πάρ’ τα στον τάφο σου μαζί, χωρίς να μιλήσεις για κανέναν.
Αρχίζει ο Καραδημητρόπουλος τον ψυχολογικό πόλεμο και το ξύλο. Αφού είδανε ότι δεν παίρνουν κουβέντα, αποφάσισαν να με πάνε στον Κάμπο της Αβίας στου Καμαρινέα.
Ο Γιώργης ο Αλευράς από την Πιπερίτσα, συμμαθητής μου και φίλος μου, αφού έμαθε ότι θα με μεταφέρουν στον Κάμπο, έτρεξε στη μάνα μου και της είπε να κάνει κάτι, γιατί εκεί δε θα γλιτώσω.
Τρέχει η κακομοίρα και πάει στο νονό μου τον Κριτσιωτάκη, που έβγαζε μια εφημερίδα στην Καλαμάτα. Ο νονός μου τηλεφωνεί στους γνωστούς του – δεξιός ήταν ο άνθρωπος. Στο μεταξύ, έχουμε φθάσει στον Κάμπο. Εκεί έρχεται η εντολή του Καραδημητρόπουλου να με γυρίσουν στην Καλαμάτα.
Έξω από το στρατηγείο του Γερακάρη στον Κάμπο έχει μαζευτεί κόσμος για να με λιντσάρουν. Θυμάμαι μια γριά δίχως δόντια, με ένα ξύλο στο χέρι, να μου φωνάζει “Κερατά κουκουβιέ”, αντί κουκουέ.
Ευτυχώς μπήκαν στη μέση οι στρατιώτες και σώθηκα. Με οδηγούν στην Καλαμάτα στον εισηγητή, ήταν υπολοχαγός, για ανάκριση. Μου μιλάει καλά και μου ζητάει να πv ονόματα. Σας παρακαλώ, κύριε εισηγητά, μη μου ζητάτε ονόματα, δεν μπορώ να πατήσω σε πτώματα αθώων ανθρώπων. Τα λόγια μου αυτά ήταν σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Άρχισε να με βρίζει: “Κερατά, άτιμε, καλά μου είπαν ότι έχεις πιει το μικρόβιο του Στάλιν”.
Στο Στρατοδικείο ο Βασιλικός Eπίτροπος είναι καταπέλτης: “Προτείνω την οχτάσφαιρη ριπή και τον ενταφιασμό του 17 μέτρα υπό την γην”, δηλαδή να με παιδέψει και στον κάτω κόσμο ο κερατάς.
Κάποια στιγμή έρχεται ο γραμματέας και μου λέει “Καμούζη, το δικαστήριο σε καταδίκασε δις εις θάνατο, είσαι ευχαριστημένος;”. Πλήρως, του λέω, γιατί θα φύγω γρήγορα από αυτή τη βρώμικη ζωή. Μαζί με το γερο- Θεοδόση που δικαζόταν και αυτός, μας πήραν συνοδεία οι χωροφύλακες να μας πάνε στις φυλακές Αλεξανδράκη.
Στην Αριστομένους, από του Σερελέα, ακουγόταν ένα ωραίο τραγουδάκι. “Γερο- Θεοδόση, του λέω, κάτσε λίγο να απολαύσουμε το τραγούδι”, προσπαθούσα να το καλαμπουρίσω».
ΣΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ
«Ο διευθυντής των φυλακών ήταν πολύ καλός φίλος και πελάτης του πατέρα μου στο τσαγκαράδικο που είχε στην Καλαμάτα. Ο άνθρωπος με καλοδέχθηκε και μου λέει: “Αχ, ρε Μαστρογιώργη, με τις ιδέες σου το έφαγες το παιδί”. Πόνεσε πραγματικά ο άνθρωπος. Στο μεταξύ, αυτές τις ημέρες θα ερχόταν στην Καλαμάτα ο βασιλιάς. Πήγε η μάνα μου με τη γιαγιά μου στο συγχωριανό μας δικηγόρο Σχινά και τους έγραψε μια επιστολή ότι είμαι ανήλικος, πως δεν έχω κάνει εγκλήματα κ.λπ.
Πάνε και οι δύο στην Καλαμάτα, πέφτουν στα πόδια του, στην Αριστομένους, και του δίνουν την επιστολή. Και ενώ περίμενα να εκτελεσθώ, με εντολή του βασιλιά παίρνω αναστολή.
Στο άκουσμα της απόφασης οι συγχωριανοί μου σκύλιασαν, ήθελαν με κάθε τρόπο να με δουν νεκρό. Μαζεύουν 450 υπογραφές και τις στέλνουν στο στρατιωτικό διοικητή της Τρίπολης και αυτός τις στέλνει στον υπουργό Εσωτερικών, στου Ρέντη.
Για καλή μου τύχη ο κουμπάρος μου ο Τζαμαλής είναι φίλος του Παλατιού και του Ρέντη και ο άνθρωπος ενδιαφέρθηκε πολύ, με αποτέλεσμα να μην αλλάξει η απόφαση του βασιλιά και προχωρήσουν στην εκτέλεσή μου.
Στο μεταξύ, η κατάσταση έχει αλλάξει, και οι εκτελέσεις έχουν σταματήσει. Κάθομαι τέσσερα χρόνια στη φυλακή (Αλεξανδράκη, Κέρκυρα, Αίγινα, Αβέρωφ) και παραπέμπομαι πάλι στο Στρατοδικείο, που με αθωώνει.
Είμαι πια 22 χρονών και ανυπότακτος σύμφωνα με τους νόμους.
Παρουσιάσθηκα στην Κόρινθο με τον Μπαρούνη του Γιώργη, που με χιούμορ μου λέει “Ετοιμάσου, πάμε για τη Χαβάη”.
Έτσι και γίνεται, με το τρένο Αθήνα, στη συνέχεια Λαύριο και με καράβι στη Μακρόνησο. Τι να σου πω και τι να σου μαρτυρήσω για τη Μακρόνησο, οι άνθρωποι δεν είχαν ψυχή, ήταν σαδιστές». Μπορεί να απολύθηκε από τη Μακρόνησο, τα βάσανά του, όμως, δεν έχουν τελειωμό. Βλέπεις, έτυχε να είναι από την πλευρά των ηττημένων. Με χίλιες δύο δυσκολίες και με προσωπικές γνωριμίες του πατέρα του καταφέρνει να φύγει σαν τουρίστας για την Αμερική, όπου ζει ο αδελφός του.
Εκεί, τα πράγματα του πάνε καλά, έκανε οικογένεια και παιδιά, όμως το μυαλό του είναι στον Άρι. «Ένα μυστήριο πράγμα, με τράβαγε πάντα ο τόπος που γεννήθηκα. Παρ’ ότι ο τόπος αυτός και οι άνθρωποί του με χτύπησαν αλύπητα, εγώ τον πόνεσα».
Αυτές είναι σε αδρές γραμμές η ζωή του Στάθη Καμούζη, ενός παιδιού που αναγκάσθηκε να ανέβει στο βουνό, ενός ανθρώπου που ποτέ δε δήλωσε κομμουνιστής. «Είμαι από μικρός δημοκράτης και πίστεψα και πιστεύω στο σοσιαλισμό, κομμουνιστής δεν υπήρξα ποτέ».
Η απόφαση
«Ο πατέρας μου, ο Γιώργος Καμούζης, ήταν κομμουνιστής και επί Μεταξά είχε πιει αρκετό ρετσινόλαδο.
Ο πατέρας μου, όμως, ήταν καλοσυνάτος άνθρωπος. Ήταν πολιτικός υπεύθυνος εδώ στο χωριό μας και δεν επέτρεψε να καούν ούτε τα σπίτια των ταγματασφαλιτών.
Να σου πω ότι τα παιδιά ταγματασφαλιτών, για να μην τα πειράξουν οι δικοί του, τα είχαμε εδώ, στο σπίτι μας. Ο πατέρας μου φυλακίσθηκε και βγήκε με βούλευμα επί Σοφούλη. Αναγκάσθηκε τότε να εγκαταλείψει το χωριό και να εγκατασταθεί στην Αθήνα.
Οι ταγματασφαλίτες, αφού δεν μπόρεσαν να βρουν τον πατέρα μου, άρχισαν να ξεσπούν στην οικογένειά μου. Δεν είχα σκοπό να βγω στο βουνό, όμως μ’ ανάγκασαν. Ερχόταν έξω από το σπίτι ο Τσίτουρας με τον Πλατανιά και έβριζαν τις αδελφές μου και εμάς. Αρκετές φορές με είχανε λυσσάξει στο ξύλο.
Έτσι, πήρα την μεγάλη απόφαση μαζί με πέντε ακόμη συγχωριανούς μου να ανέβουμε στο βουνό».