συνέντευξη στους
Σωτ. Θεοδωρόπουλο και Κων. Καλοφωλιά
Ο Σωτήρης Φωτέας στα χνάρια του αείμνηστου πρώτου αιρετού νομάρχη
Βιογραφικό σημείωμα: Γεννήθηκε το 1985 στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το Κολλέγιο Αθηνών το 2002 με την ανώτατη τιμητική διάκριση Valedictorian και τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 2006. Έλαβε Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης στο Αστικό Δίκαιο από την ίδια Σχολή (2007) και μεταπτυχιακό τίτλο (Μ2R-DEA) στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το Πανεπιστήμιο Robert Schuman του Στρασβούργου (2008). Έχει τιμηθεί με υποτροφίες του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών και του Tokyo Foundation (Sasakawa Young Leaders Fellowship Fund). Είναι υποψήφιος διδάκτωρ στη Νομική Σχολή Αθηνών. Ασκεί δικηγορία στην Αθήνα και αρθρογραφεί επιστημονικά σε εκδόσεις νομικού ενδιαφέροντος. Είναι εκλεγμένο μέλος του Δ.Σ. του Συλλόγου Αποφοίτων Κολλεγίου Αθηνών (2009- 2011, 2011- ) και από τον Ιούνιο του 2011 αρχισυντάκτης του περιοδικού «ΕΡΜΗΣ», επίσημου εντύπου του Συλλόγου με ιστορία 52 ετών.
Την εποχή που ο αείμνηστος πρώτος αιρετός νομάρχης της Μεσσηνίας, ο Παναγιώτης Φωτέας, έδινε τη μάχη για να ορθοποδήσει ο θεσμός της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης και να εισαχθεί το ήθος στη διοίκηση, ο γιος του, Σωτήρης, ήταν παιδί. Σήμερα, είναι ένας επιστήμονας που διαπρέπει, και επιπλέον φαίνεται να έχει «κληρονομήσει» την κλίση προς την πολιτική και κάποια από τα στοιχεία που έκαναν τον Παναγιώτη Φωτέα να ξεχωρίζει. Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε μιλά για την πολιτική και το ενδεχόμενο να πολιτευτεί, απαντά για το φαινόμενο της «οικογενειοκρατίας», εκφράζει την αγάπη του για τη Μεσσηνία και υπογραμμίζει ότι ο τόπος έχει δυνατότητες προόδου που οφείλει να αξιοποιήσει. Ο λόγος σε εκείνον για να απαντήσει στις ερωτήσεις μας:
-Δεκαπέντε χρόνια μετά το θάνατό του, ποια είναι η πολιτική παρακαταθήκη που θεωρείς ότι άφησε πίσω του ο Παναγιώτης Φωτέας; Τι θυμάσαι εντονότερα από εκείνη την περίοδο;
Στο πλαίσιο εκδηλώσεων που έγιναν κατά καιρούς στη μνήμη του, έχω πει ότι δεν είμαι ο αντικειμενικότερος κριτής της διαδρομής και της παρακαταθήκης του. Όχι τόσο γιατί την έζησα σε μικρή ηλικία, αλλά, κυρίως, γιατί η υπεισέλευση του συναισθήματος μετριάζει την αμεροληψία.
Πολιτική σημασία έχει, επομένως, η κρίση των πολιτών και όχι η δική μου. Νομίζω, λοιπόν, ότι του αναγνωρίζουν την ειλικρινή προσπάθεια υπέρβασης των παθών και των διαχωριστικών γραμμών στα ιδρυτικά βήματα του θεσμού της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, την αποποίηση της κομματισμένης Διοίκησης, το φιλοσοφικό στοχασμό στην πολιτική απόφαση και, κυρίως, τη συνειδητή θυσία της προσωπικής του υγείας στο βωμό του θεσμικού καθήκοντος. Αυτό το τελευταίο έχει για μένα τη μεγαλύτερη συναισθηματική αξία, αλλά, ταυτόχρονα, αποτελεί και τον ορισμό του αιρετού δημόσιου λειτουργού. Η δημόσια υπόθεση να είναι πάνω από την ιδιωτική.
Από τη θητεία του στη Νομαρχία θυμάμαι σχεδόν τα πάντα, ακόμη κι αν τα έζησα με τα μάτια ενός παιδιού. Ανθρώπους, στιγμές και συμπεριφορές. Αυτό που με είχε γοητεύσει περισσότερο ήταν κάτι εκτός κεντρικής πολιτικής καθημερινότητας: η ιδέα της Μεσσηνιακής Αμφικτυονίας, η σύζευξη μητρόπολης και απόδημου μεσσηνιακού ελληνισμού. Αυτό που με είχε κλονίσει ήταν η καθημερινή επιβεβαίωση ότι «ουδείς ασφαλέστερος εχθρός από τον ευεργετηθέντα αχάριστο».
-Εδώ και χρόνια απονέμεται στη μνήμη του το φερώνυμο βραβείο δοκιμίου κοινωνικοπολιτικού στοχασμού. Ποια συναισθήματα σου δημιουργεί ο θεσμός αυτός;
Νιώθω τυχερός, γιατί η ιστορία επεφύλαξε σε πολλούς άξιους τη λήθη. Αντιθέτως, η Μεσσηνία τίμησε μετά το θάνατό του τον Παναγιώτη Φωτέα με τρόπο συγκινητικό και κατέστησε γνωστό το όνομά του και σε ανθρώπους που δεν τον γνώριζαν όσο ζούσε.
Η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Μεσσηνίας αθλοθέτησε το βραβείο κοινωνικοπολιτικού δοκιμίου το 1999 και το αναδέχθηκε ο Δήμος Καλαμάτας μετά την κατάργησή της. Χρωστάω ευγνωμοσύνη σε όσους τίμησαν διαχρονικά την παρακαταθήκη του με αυτόν τον πνευματικό θεσμό, αλλά και με κάθε άλλη έμπρακτη ή συμβολική κίνηση τιμής. Και πρέπει να αναφερθώ ονομαστικά στο δήμαρχο Καλαμάτας Παναγιώτη Νίκα και τον τέως νομάρχη Δημήτρη Δράκο, χωρίς να παραγνωρίζω τη συγκινητική διαπαραταξιακή συναίνεση. Το ίδιο και στην οικογένεια Κωνσταντακόπουλου, για την ηθική και υλική αρωγή της στις υποτροφίες νομικών σπουδών στη μνήμη του πατέρα μου.
Δική μου ευχή είναι το Βραβείο να αποσυνδεθεί σταδιακά από τη στενή λειτουργία μνήμης και να αποκτήσει την εμβέλεια ενός μεσσηνιακού πνευματικού γεγονότος πανελλήνιας κλίμακας. Το κύρος της Επιτροπής αλλά και των τιμηθέντων επιτρέπει αναμφίβολα αυτή τη στόχευση.
-Ποια είναι η σημερινή σχέση σου με τη Μεσσηνία; Τι αισθάνεσαι ότι λείπει ή πρέπει να αλλάξει;
Έχω πολύ έντονους βιωματικούς δεσμούς καταγωγής, αναμνήσεων και οικογενειακών σχέσεων ζωής, ορισμένες από τις οποίες-και αυτό είναι περίεργο στις μέρες μας-προέκυψαν και μέσα από την πολιτική. Είναι η ιδιαίτερη πατρίδα μου με όλη τη συναισθηματική βαρύτητα του όρου.
Μιλώντας για την κατάσταση και τις προοπτικές της, φοβάμαι ωστόσο ότι δε θα αποφύγω τις κοινοτοπίες. Αμφιβάλλω αν έχει αξιοποιήσει στο έπακρο τις παραγωγικές της δυνατότητες από τη γεωγραφική της θέση, την ποιότητα των προϊόντων της και τον πλούτο του ανθρώπινου δυναμικού της. Εύχομαι ο νέος οδικός άξονας και η υλοποίηση της ΠΟΤΑ στην Πυλία, το όραμα του αείμνηστου καπετάν Βασίλη Κωνσταντακόπουλου, να αποτελέσουν εφαλτήρια παραγωγικής έκρηξης με αυστηρά αισθητικά και περιβαλλοντικά κριτήρια.
-Πριν ακόμα συμπληρώσεις το 25ο έτος της ηλικίας σου, κατώτατο όριο εκλογής στο βουλευτικό αξίωμα σύμφωνα με το Σύνταγμα, το όνομά σου εμφανιζόταν στις δημοσκοπήσεις για τη στελέχωση του βουλευτικού ψηφοδελτίου. Είναι στα σχέδιά σου η ενασχόληση με την πολιτική; Πόσο βάσιμη θα ήταν η αιτίαση περί «οικογενειοκρατίας»;
Δεν τρέφω αυταπάτες ότι η τιμητική συμπερίληψή μου σε μία μέτρηση δεν αφορούσε εμένα προσωπικά, αλλά στηριζόταν, αφενός, στην αναγνώριση του Παναγιώτη Φωτέα και, αφετέρου, στη γενική ανάγκη ηλικιακής και υφολογικής ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού της χώρας.
Σήμερα, με τον πλέον επώδυνο τρόπο, έχουμε όλοι κατανοήσει-ελπίζω και τα κόμματα-ότι η ουσία δε βρίσκεται στην προσωπική φιλοδοξία. Όταν αυτή δεν είναι ενταγμένη σε ένα ευρύτερο προγραμματικό πλαίσιο και στερείται ατομικής υποδομής αλλά και προηγούμενης κοινωνικής διαδρομής, είναι απλή ματαιοδοξία. Το αν και πότε θα συντρέξουν στη ζωή ενός ανθρώπου όλοι αυτοί παράγοντες, δεν είναι, λοιπόν, προκαθορισμένο. Το ίδιο και για μένα. Είναι, δηλαδή, θέμα συγκυρίας, όπως είναι και το υγιές. Το μόνο βέβαιο είναι ότι θα θέλω πάντα να μετουσιώνω σε προσφορά την αγάπη μου για τη Μεσσηνία. Αυτό, όμως, δεν είναι συνώνυμο με διεκδίκηση δημόσιου αξιώματος.
Να μιλήσουμε και για την οικογενειοκρατία, αφού όμως πρώτα την ορίσουμε. Είναι, άραγε, απλά το να φέρεις ένα επώνυμο με παρελθόν ή, στην καλύτερη περίπτωση, υστεροφημία; Νομίζω όχι. Οικογενειοκρατία είναι η κληρονομική μεταβίβαση πελατειακών σχέσεων και η αναξιοκρατική διαδοχή σε θεσμικές θέσεις, η «υποκλοπή» της βούλησης του λαού μέσω της διαιώνισης μηχανισμών. Νομίζω ότι τόσο το πολιτεύεσθαι του Παναγιώτη Φωτέα όσο και η χρονική απόσταση από το θάνατό του αναιρούν τέτοιες σκέψεις, ούτως ή άλλως υποθετικές για την περίπτωσή μου.
-Ως επιστήμονας και νέος επαγγελματίας πιστεύεις ότι οι νέοι άνθρωποι μπορούν σήμερα να ελπίζουν σε καλύτερες μέρες;
Έχω απογοήτευση και αγωνία που ακούγονται τετριμμένες, αλλά και αισιοδοξία που μπορεί να μοιάζει σήμερα ανεδαφική.
Δεν είμαι σίγουρα ο καταλληλότερος να μιλήσω για μακροοικονομικούς δείκτες ή τις προϋποθέσεις της ανάκαμψης. Το μόνο βέβαιο είναι ότι αυτή διέρχεται από την παραγωγή πραγματικού εθνικού πλούτου και όχι από τη διαιώνιση του εξωτερικού δανεισμού, πάντοτε με συμμετοχή στην επίπονη-πλην αναγκαία- διεργασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Αυτό, όμως, που σίγουρα προσδοκώ από τη δική μου γενιά είναι να καταργήσει το μεταπολιτευτικό ιδεολόγημα της ταύτισης του Κράτους Πρόνοιας με τον κρατισμό. Είναι η χρόνια στρέβλωση που οδήγησε στη νοοτροπία του εύκολου κέρδους, του βολέματος και της «αρπαχτής». Αν η γενιά μου είναι αυστηρότερη με τον εαυτό της απ’ όσο ήταν η προηγούμενη, θα δρέψει και τους καρπούς, θέτοντας η ίδια τα θεμέλια της Νέας Ελλάδας.