Ταξιδεύοντας με το λεωφορείο
τη δεκαετία του ’50…
{συνέντευξη στον Σταύρο Χ. Μαρτίνο}
Εξήντα πέντε χρόνια πριν… Ταξίδι Καλαμάτα-Αθήνα με λεωφορείο… «Νορμάλ» διάρκεια 11.30 ώρες… Η «νορμάλ» κατάσταση, όμως, σπάνιζε, γιατί πότε θα έσπαζε το λάστιχο, πότε θα έσπαζε η σούστα, πότε θα χαλούσε κάποιο «σουληνάκι»…
Ο Παναγιώτης Θεοδώρου, οδηγός του 4ου ΚΤΕΛ Μεσσηνίας από το 1956 μέχρι το 1968, έχει ζήσει καταστάσεις που για τους νεότερους ακούγονται απίστευτες, ενώ οι μεγαλύτεροι αναπολούν τις περιπετειώδεις στιγμές των ατελείωτων και γεμάτων απρόοπτα ταξιδιών…
Σήμερα το ταξίδι Καλαμάτα-Αθήνα με το εξπρές δρομολόγιο του Υπεραστικού ΚΤΕΛ διαρκεί λιγότερο από τρεις ώρες. Και περίπτωση να μην είναι «νορμάλ» δεν υπάρχει. Αν έλεγες τότε ότι θα έρθει η μέρα που ο δρόμος θα είναι σχεδόν μια ευθεία και σε μόλις τρεις ώρες θα είσαι οδικώς από την Καλαμάτα στην Αθήνα, όχι μόνο δε θα σε πίστευε κανένας, αλλά θα έπεφτε και πολύ δούλεμα… Πώς να φανταστούν οι οδηγοί της εποχής τη σημερινή κατάσταση, όταν για να προχωρήσουν τα αυτοκίνητά τους στον ανήφορο του Κολοσούρτη, όχι απλά αγκομαχούσαν, αλλά μερικές φορές χρειαζόταν να βγει ο βοηθός στο φτερό του εν κινήσει λεωφορείου και να κάνει «κομπρέσες» στην τρόμπα βενζίνης για μην πάθει υπερθέρμανση, να μη σβήσει η μηχανή και φύγει το λεωφορείο πίσω!
Ο Παναγιώτης Θεοδώρου, πρόεδρος σήμερα της Ένωσης Συνταξιούχων ΙΚΑ Καλαμάτας και συνδικαλιστής από το 1962, καθώς και για πολλά χρόνια πρόεδρος του Σωματείου Μισθωτών Οδηγών Αυτοκινήτων, μπήκε στη δουλειά σε ηλικία 17 ετών, το 1952…
-Πώς και μπήκατε στα λεωφορεία;
Τα χρόνια εκείνα ήταν δύσκολα… Ο θείος μου είχε λεωφορεία και τον παρακάλεσε η θεία μου να με πάρει στη δουλειά σαν βοηθό να βγάλω κανένα μεροκάματο.
-Τι ήταν ο βοηθός;
Ήταν κάτι σαν τον εισπράκτορα, όχι όμως μόνο εισπράκτορας, αλλά βοηθός. Ήταν σε όλο το ταξίδι και βοηθούσε όταν γίνονταν ζημιές, όταν έσκαγαν τα λάστιχα, όταν έσπαζαν τα σουληνάκια, διάφορες, πολλές ζημιές…
-Πόσο καιρό ήσασταν βοηθός και πότε γίνατε οδηγός;
Ξεκίνησα βοηθός το 1952 και το 1956 έγινα οδηγός. Έμεινα στο ΚΤΕΛ μέχρι το 1968. Μετά εργάστηκα σε ταξί, μετά σε φορτηγά –στο αεροδρόμιο έχω ρίξει χιλιάδες κυβικά μπαλάστρο από το Νέδοντα- και, τέλος, οδηγός στο Δήμο Καλαμάτας.
-Πώς ήταν τότε να είναι κανείς οδηγός στο ΚΤΕΛ;
Οι συνθήκες ήταν δραματικές την εποχή εκείνη. Να σκεφτείς ότι δουλεύαμε ήλιο με ήλιο και κοιμόμασταν στα λεωφορεία. Διανυκτερεύαμε στα χωριά και δεν υπήρχαν ξενοδοχεία για να κοιμηθούμε. Μέχρι και μαγκάλι βάζαμε μέσα στο αυτοκίνητο το χειμώνα για να ζεσταθούμε…
-Τι δρομολόγια γίνονταν τότε;
Σε όλα τα χωριά της Μεσσηνίας συν την Αθήνα. Επίσης, κάναμε και ό,τι «αγκαζέ» υπήρχε τότε, κάναμε τις εκδρομές, γιατί δεν υπήρχαν τουριστικά πρακτορεία. Ακόμη και τον κόσμο στο αεροδρόμιο στην Τρίοδο εμείς τον πηγαίναμε και τον φέρναμε.
-Τότε οι δρόμοι σε τι κατάσταση ήταν; Υπήρχε άσφαλτος;
Την άσφαλτο την έβλεπες με το… κιάλι που λένε. Στη Μεσσηνία υπήρχε άσφαλτος μέχρι τη Μεσσήνη, μετά χωματόδρομοι και τα αυτοκίνητα γίνονταν άσπρα από τη σκόνη. Ακόμη και στη διαδρομή Καλαμάτα-Αθήνα δεν είχε παντού άσφαλτο, στην Ασέα υπήρχε χωματόδρομος με γούβες…
-Το δρομολόγιο για την Αθήνα πώς ήταν; Τι θυμάστε;
Τότε η απόσταση Καλαμάτα-Αθήνα ήταν 300 χιλιόμετρα, σήμερα είναι 240. Αν θυμάμαι καλά, η διάρκεια του ταξιδιού ήταν περίπου 11.30 ώρες, αρκεί όλα να πήγαιναν νορμάλ. Ήταν, όμως, σπάνιο να πάνε νορμάλ τα πράγματα. Στο δρόμο θα έσπαγε το λάστιχο, μπορεί να έσπαγαν και δύο λάστιχα, συνήθως επίσης έσπαζε κάποια σούστα, χάλαγε κάποιο σουληνάκι, έσπαγε ο μουσαμάς…
-Τι ήταν ο μουσαμάς;
Με το μουσαμά σκεπάζαμε τις αποσκευές, δηλαδή τι αποσκευές, τότε δεν είχε ο κόσμος βαλίτσες, κοφίνια είχε. Τα φορτώναμε τα πράγματα επάνω στο αυτοκίνητο και τα σκεπάζαμε με το μουσαμά για τη βροχή, για τη σκόνη…
-Πώς ήταν, λοιπόν, το ταξίδι Καλαμάτα-Αθήνα;
Το βραδινό δρομολόγιο Καλαμάτα-Αθήνα ξεκίναγε στις 8.30 το βράδυ και κάναμε στάση για βραδινό φαγητό στη Μεγαλόπολη. Κάναμε δεύτερη στάση για καφέ στην Τρίπολη και μία ακόμη στάση πάλι για καφέ στην Κόρινθο. Περνούσαμε από όλες τις πόλεις και τα χωριά και περνούσαμε από τις στροφές της Τσακώνας, της Μεγαλόπολης, του Καλογερικού, από τον Αχλαδόκαμπο, από τον Κολοσούρτη, από την Κακιά Σκάλα, περνούσαμε μέσα από τα Μέγαρα, μέσα από την Ελευσίνα. Ε, πώς να μην είναι το ταξίδι 11.30 ώρες;
-Τόσες ώρες πώς αντέχατε;
Δεν ήταν μόνο η διάρκεια, ήταν και τα αυτοκίνητα που δεν έχουν καμία σχέση με τα σημερινά. Μερικά είχαν πολύ βαρύ τιμόνι που δεν έκοβε και πολύ. Ο μπάρμπας μου, που ήταν λίγο μεγάλος, όταν φτάναμε στην Τσακώνα, μου έδινε μερικές φορές το αυτοκίνητο, γιατί για να το στρίψεις έπρεπε να σηκωθείς όρθιος…
-Οι επιβάτες πώς περνούσαν;
Ούτε γι’ αυτούς ήταν εύκολο. Τότε κάπνιζαν κιόλας μέσα στα λεωφορεία, έτρωγαν, ήταν οι δρόμοι γεμάτοι στροφές και ανηφόρες-κατηφόρες. Ανακατεύονταν και φαντάζεσαι τι γινόταν. Παίρναμε με τα κιλά τα χάρτινα σακουλάκια για να τα δώσουμε σε όσους ανακατεύονταν…
-Κινδυνεύσατε καμία φορά να πάθετε κάποιο σοβαρό πρόβλημα;
Δοξάζω το Θεό που έφυγα από τη δουλειά αυτή αγρατζούνιστος. Ευτυχώς δε μου έτυχε κάτι που να μην μπορέσω να το αποφύγω. Θυμάμαι ένα περιστατικό γύρω στο 1965, στην Κακιά Σκάλα. Πήγε κάποιος με Ι.Χ. να μας περάσει σε μια στροφή, ερχόταν από το άλλο ρεύμα ένα τριαξονικό του Καραντάνη και το μικρό αυτοκίνητο τη γλίτωσε από θαύμα και επειδή μπορέσαμε εμείς να κάνουμε όσο πιο άκρη γινόταν, για να μην το συνθλίψουμε.
-Όταν γίνονταν ζημιές στο αυτοκίνητο, οι επιβάτες τι έκαναν;
Ο κόσμος μάς βοηθούσε σε ό,τι μπορούσε να βοηθήσει. Θυμάμαι μια φορά που μείναμε στο χιόνι ανεβαίνοντας στο Καλογερικό. Για την ακρίβεια, κόλλησε στο χιόνι ένα αυτοκίνητο που ήταν μπροστά μας, αναγκάστηκα να σταματήσω, μετά όμως δεν μπορούσα να ξεκινήσω στο χιόνι πάνω στον ανήφορο. Ρώτησα τότε τους επιβάτες «τι θέλετε να κάνουμε, να περιμένουμε μέχρι να ανοίξει ο δρόμος ή να σπρώξετε;».
Και ο κόσμος άρχισε να σπρώχνει το λεωφορείο μέσα στο χιόνι μέχρι να φτάσουμε στο τέλος του ανήφορου, για να μπορέσει μετά να ξεκινήσει με τους επιβάτες μέσα. Ήταν και ένας παπάς που έσπρωχνε και τα ράσα του είχαν γίνει άσπρα από το χιόνι. Και άλλες φορές είχαμε μείνει στα χιόνια, στην Παλαιόχουνη. Στέλναμε τους βοηθούς εισπράκτορες να φέρουν ψωμί από το χωριό και περνούσαμε τη νύχτα μέσα στο λεωφορείο με ανοιχτή τη μηχανή…
-Τι λεωφορείο οδηγούσατε;
Όταν ξεκίνησα βοηθός εισπράκτορας ήμουν σε ένα αυτοκίνητο του μπάρμπα μου 18 θέσεων, μοντέλο της δεκαετίας του ’30. Μετά ήρθε το λεωφορείο των 24 θέσεων, Mercedes του 1950. Σε αυτό ξεκίνησα ως οδηγός. Ήταν το καλύτερο λεωφορείο γιατί είχε μεγάλες σούστες και πήγαινε ωραία στο χωματόδρομο. Κάτι άλλα που υπήρχαν τότε, αμερικάνικα, δεν έκαναν. Με αυτό έκανα και τα «αγκαζέ» δρομολόγια. Ο κόσμος ήθελε να ταξιδεύει με το συγκεκριμένο. Ήταν το «9» και με ρώταγαν πότε θα πάει στην Αθήνα για να κλείσουν θέση. Μετά βγήκε το Mercedes των 42 θέσεων, με τη μηχανή πίσω, το οποίο κυκλοφορούσε μέχρι τη δεκαετία του ’80. Στα καινούργια λεωφορεία των 50 θέσεων δεν έχω δουλέψει.
-Το ΚΤΕΛ τότε ήταν όπως σήμερα;
Τα ΚΤΕΛ έγιναν περίπου το 1950, πριν ήταν τα Λεωφορεία Αθηνών. Το 1ο ΚΤΕΛ ήταν της Κορινθίας, το 2ο της Αχαΐας, το 3ο της Ηλείας, το 4ο της Μεσσηνίας, το 5ο της Λακωνίας, το 6ο της Αρκαδίας και το 7ο της Αργολίδας. Ο πρώτος πρόεδρος του ΚΤΕΛ Μεσσηνίας ήταν ο Γιάννης Μπακολιάς.
-Πού πηγαίνατε «αγκαζέ» δρομολόγια;
Κυρίως εκδρομές σχολείων και συλλόγων. Στις Μυκήνες, στην Επίδαυρο, παντού. Μια φορά πήρα ένα γκρουπ, την Περιηγητική Λέσχη από τη Μεσσήνη, για να πάμε στην Επίδαυρο. Όταν φτάσαμε, είπα στον κόσμο να βάλει ένα σημάδι για να βρει αμέσως το λεωφορείο όταν θα τελείωνε η παράσταση, ώστε να φύγουμε γρήγορα, να μην κολλήσουμε. Τότε ήταν πάρα πολλά τα λεωφορεία. Πράγματι, τελείωσε η παράσταση, ήρθε ο κόσμος, αλλά μας έλλειπε ένα άτομο. Ο συγκεκριμένος ήταν μουγκός και φαίνεται δε θυμόταν ποιο ήταν το λεωφορείο, αλλά και δεν μπορούσε να ρωτήσει κάποιον άλλον να τον βοηθήσει. Έτσι αναγκαστήκαμε να φύγουμε έπειτα από τα λεωφορεία, που έφευγαν πρώτα από την Επίδαυρο. Φύγαμε με τα μηχανάκια που ήταν εκατοντάδες.
-Ο δρόμος Καλαμάτα-Αθήνα είχε τότε διόδια;
Είχε στην Κόρινθο. Να σου πω κιόλας ότι υπήρχαν κάποιοι εργοδότες «ανοιχτοχέρηδες» που λέμε… Δεν ήθελαν να πληρώσουν για τα διόδια και έτσι πριν πλησιάσουμε ρωτούσαμε τους επιβάτες: «Θέλετε να πάμε από τον καινούργιο δρόμο;». Απαντούσαν φυσικά «ναι» και τότε τους λέγαμε να δώσει ο καθένας από ένα φράγκο για να πληρώσουμε και να περάσουμε…
-Τώρα ο δρόμος είναι γεμάτος διόδια…
Ναι.
-Κακό αυτό…
Κακό αλλά καλό… Από εμπειρία θα σου πω ότι για να πας τότε στην Αθήνα έπρεπε να φρενάρεις χίλιες φορές. Ο χρόνος του ταξιδιού ήταν τεράστιος, έκαιγες καύσιμα. Σήμερα δε φρενάρεις πουθενά, δεν κινδυνεύεις πουθενά, φτάνεις γρήγορα.
-Μπορούσε να φανταστεί κανείς σας τότε ότι θα έρθει η μέρα που το ταξίδι θα διαρκεί με το λεωφορείο λιγότερες από τρεις ώρες και θα είναι χωρίς στροφές, ανηφόρες-κατηφόρες;
Σκέφτομαι μερικές φορές τον μπάρμπα μου… Αν με κάποιον τρόπο ερχόταν από την εποχή του στο σήμερα, δεν ξέρω αν θα μπορούσε να κρατηθεί στα λογικά του. Αν ήταν σήμερα ζωντανός ο μπάρμπας μου και βρισκόμασταν στο σταθμό των ΚΤΕΛ στην Αθήνα, τον έβαζα να κοιτάξει το ρολόι του και του έκλεινα τα μάτια, όταν θα φτάναμε στην Καλαμάτα και θα του ξανάνοιγα τα μάτια για να δει το ρολόι του, πιστεύω ότι θα τρελαινόταν…
-Το αίτημα για τον εθνικό δρόμο από πότε χρονολογείται, θυμόσαστε;
Αν θυμάμαι καλά, το 1965 οι παραγωγικές τάξεις με το Επιμελητήριο πήγαμε στην Αθήνα με το αίτημα να συνεχιστεί ο δρόμος από την Κόρινθο μέχρι την Καλαμάτα. Σε αυτή τη μεγάλη διεκδίκηση είχα και εγώ συμμετοχή. Τότε, επί δημαρχίας Κώστα Κουτουμάνου, πήγαμε στο Μέγαρο Μαξίμου, στον πρωθυπουργό Παρασκευόπουλο, ήταν και ο μακαρίτης ο Μπούτος ο υπουργός. Τότε ζητήσαμε από τον πρωθυπουργό να συνεχιστεί ο δρόμος. Και μου κάνει εντύπωση που σήμερα ορισμένοι δεν αναφέρονται καθόλου στο ποιοι ξεκίνησαν τον αγώνα για το δρόμο. Εντάξει, είναι ωραία να κόβεις κορδέλες, αλλά ηθικά πρέπει να αναφέρεται και το ποιος ξεκίνησε τον αγώνα.
-Αυτή η σκληρή δουλειά που κάνατε τότε πληρωνόταν καλά;
Εάν σου πω πόσα χρήματα έπαιρνα το μήνα, δε θα μπορείς να το πιστέψεις… Σημερινά λεφτά έπαιρνα 1,30 ευρώ το μήνα! Για δουλειά μέρα-νύχτα, χωρίς ωράριο, 30 ημέρες το χρόνο…
-Και πώς τα βγάζατε πέρα;
Ε, τότε ήμασταν ανύπαντροι, δεν είχαμε υποχρεώσεις. Για να είμαι ειλικρινής κιόλας, τότε ο λογαριασμός για να πάμε να φάμε σε ένα κέντρο δεν πέρναγε τις 10 δραχμές, ας πούμε.
-Την αναπολείτε εκείνη την εποχή;
Θα έλεγα ναι! Ήταν ηρωική εποχή, υπήρχε συναδελφικότητα. Ξέραμε το δρόμο πόντο-πόντο, ξέραμε –επειδή ο δρόμος ήταν στενός- πού έπρεπε να σταματήσουμε για να χωρέσει να περάσει ο συνάδελφος που ερχόταν από τον ανήφορο από το άλλο ρεύμα. Στον Κωλοσούρτη υπήρχε λεωφορείο που στον ανήφορο σήκωνε το καπό και ο βοηθός ήταν εν κινήσει επάνω στο φτερό, με ένα στουπί και νερό, για να κάνει κομπρέσες στην τρόμπα της βενζίνας και να μην υπερθερμανθεί. Οι επιβάτες μάς έβλεπαν με σεβασμό, μας αγαπούσαν. Στα χωριά πηγαίναμε στον κόσμο το φάρμακο, την εφημερίδα ή άλλα πράγματα που ήταν απαραίτητα σε κάποιους. Μας έβαζε ο κόσμος στο σπίτι του να φάμε και να κοιμηθούμε. Το βράδυ καθόμασταν στο καφενείο με τις προσωπικότητες του χωριού, τον παπά, το δάσκαλο.
-Τότε για ποιο λόγο ταξίδευε ο κόσμος στην Αθήνα με το λεωφορείο;
Οι λόγοι ήταν σοβαροί προσωπικοί και οικογενειακοί. Τότε, άλλωστε, το να πας στην Αθήνα θεωρείτο πολυτέλεια, ήταν κοσμικό γεγονός.
-Το εισιτήριο ήταν ακριβό;
Αν θυμάμαι καλά, ήταν 110 δραχμές. Ήταν ακριβό. Τέσσερα εισιτήρια ήταν ένας μισθός για μένα.
-Τι συμβουλή θα δίνατε σε ένα σημερινό οδηγό;
Το μόνο που μπορώ να συμβουλέψω είναι προσοχή. Βέβαια, είναι καλύτερες οι συνθήκες σήμερα, δεν υπάρχουν τα ατυχήματα που γίνονταν τότε, τα αυτοκίνητα είναι πολύ εξελιγμένα, πάντοτε όμως παραμονεύει ο κίνδυνος.
Έκθεση εικόνων