Ιανουάριος 17, 2025
Κ. Γεωργούλη 27, Καλαμάτα 24100, Μεσσηνία
Τεύχος 289 Πρόσωπα

Παναγιώτης Γιαλελής

Ο αυτοδίδακτος ζωγράφος

Της Ελένης Ταγωνίδη – Μανιατάκη Μέλους της Ε.Ε.Ε.Λ.

 

 

Ο Παναγιώτης Γιαλλελής, γνωστός με το παρατσούκλι «Κόντρας», ήταν μια καλλιτεχνική μορφή της Κορώνης. Γιος του Χρήστου Γιαλλελή και της Δήμητρας, γεννήθηκε το 1909 στην Κορώνη Μεσσηνίας. Ο πατέρας του, ψαράς στο επάγγελμα, υπήρξε ένας φιλήσυχος και εργατικός άνθρωπος, ενώ, εκτός από το κύριο επάγγελμά του, κατασκεύαζε βάρκες για τους ψαράδες. Του άρεσε, ωστόσο, η μουσική και στις ελεύθερες ώρες του συνήθιζε να παίζει λαούτο. Απ΄αυτόν είχε ο μικρός Παναγιώτης τα πρώτα μουσικά ακούσματα.

Είχε την ατυχία να χάσει τη μητέρα του σε πολύ μικρή ηλικία – ήταν μόλις εννέα χρονών. Η Δήμητρα πέθανε στη γέννα, αφήνοντας πίσω της τη νεογέννητη Μαγδαληνή. Οι καιροί ήταν δύσκολοι και ο πατέρας του έπρεπε να δουλέψει σκληρά για να θρέψει την οικογένεια. Ο Παναγιώτης τότε, αν και ο ίδιος παιδί ακόμη, ανέλαβε να μεγαλώσει την αδελφή του, βοηθούμενος από τους καλόκαρδους γείτονες. Μεγαλώνοντας, στράφηκε στην τέχνη του μαραγκού. Τα χέρια του «έπιαναν» και αν και γνώριζε ελάχιστα, σε πολύ λίγο χρόνο άρχισε να φτιάχνει διάφορα μικρά αντικείμενα. Δε χρειάστηκε πολύ για να εξελιχθεί σε άριστο μαραγκό και στη συνέχεια σε περιζήτητο επιπλοποιό. Σχεδίαζε και έφτιαχνε χειροποίητα σκαλιστά έπιπλα, όπως κομούς (ιματιοθήκες) και μπουφέδες, ξύλινους καναπέδες, πολυθρόνες, γραφεία, περίτεχνες βιβλιοθήκες και διάφορα άλλα χρήσιμα αντικείμενα. Οι περισσότεροι κάτοικοι από την Κορώνη και τα περίχωρα, όταν πάντρευαν τις κόρες τους, παράγγελναν στον κυρ-Παναγιώτη τα έπιπλα της προίκας. Ο ίδιος ο κυρ- Παναγιώτης, αν και αυτοδίδακτος, απέκτησε πολλούς μαθητευόμενους που διάπρεψαν στην τέχνη του επιπλοποιού. Μεταξύ αυτών ήταν ο Φώτης Λεμπέσης, ο Νίκος Τοπιζόπουλος ή «Ρίκος», ο Ανδρέας Μούργος, ο οποίος άνοιξε δικό του επιπλοποιείο στην Καλαμάτα και ο Σωτήρης Κουτσούκος, που στη συνέχεια νυμφεύτηκε την κόρη του κυρ – Παναγιώτη, Δήμητρα (Τούλα) και συνέχισε το επάγγελμα.

Εκτός από έπιπλα, του άρεσε να φτιάχνει μικρά όμορφα και εύχρηστα αντικείμενα, όπως τις ονομαστές πετσετοθήκες (καλημέρες), σταυρούς, κάδρα που διακοσμούσε με λουλούδια – είχαν μεγάλη ζήτηση εκείνη την εποχή- και να ζωγραφίζει πάνω σε τζάμια και σε καθρέπτες. Αλλά το ανήσυχο καλλιτεχνικό του δαιμόνιο τον ώθησε σε πιο εκλεπτυσμένες δημιουργίες. Η καλλιτεχνική του φύση, παρά τους ελάχιστους οικονομικούς του πόρους, τον οδήγησε στη ζωγραφική. Άρχισε να ζωγραφίζει τοπία, προσωπογραφίες, ενώ με τον καιρό στράφηκε στις αγιογραφίες. Ίσως αυτή του η στροφή να οφειλόταν στην ανάγκη των ιερέων να διακοσμούν τους ναούς με ιερές εικόνες. Οι ζωγράφοι τότε ήταν ελάχιστοι.

Ίσως πάλι η επιτυχία του στις αγιογραφίες να οφειλόταν σε εσωτερική μεταρσίωση και σε θείο κάλεσμα. Οι αγιογραφίες του Παναγιώτη Γιαλλελή έγιναν πολυζήτητες. Φιλοτέχνησε τις περισσότερες εκκλησίες της Κορώνης και των περιχώρων. Αγιογραφίες του θα βρει κανείς στην Παναγία Ελεήστρια, στον Άγιο Δημήτριο, στον Άγιο Νικόλαο στην Κορώνη, στον Άγιο Γεώργιο στο Χαρακοποιό, στον Άγιο Γεώργιο στο Βασιλίτσι και σε πολλούς άλλους ναούς. Ένα από τα πιο δύσκολα έργα του, όπως είχε εκμυστηρευθεί στον Νίκο Σαρέλλα, ήταν η αγιογράφηση του Παντοκράτορα στον τρούλο του ναού του Αγίου Νικολάου στην Κορώνη. Ήταν τέτοια η δόμηση του ναού, ώστε αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να ζωγραφίσει ανάσκελα. Παντού η μαγική πινελιά του κυρ- Παναγιώτη, στους καμβάδες, στους μουσαμάδες, στους τοίχους, στα προσκυνητάρια.

Ο αείμνηστος Νέστωρ Μάτσας, ιστορικός σκηνογράφος και πασίγνωστος συγγραφέας, τον είχε χαρακτηρίσει «Ο Θεόφιλος της Κορώνης» και σχεδίαζε να ετοιμάσει ένα ντοκιμαντέρ με τη ζωή και τα έργα του.

Ο Παναγιώτης Γιαλλελής ήταν ένα πολύπλευρο ταλέντο. Σαν να μην του αρκούσαν αυτά, ήταν και πολύ καλός μουσικός. Με τις λίγες νότες και την ελάχιστη γνώση που μπόρεσε να πάρει από τον πατέρα του, άρχισε μόνος του να παίζει λαούτο. Στο σπίτι υπήρχε ένα παλιό ξεκούρδιστο βιολί. Ο νεαρός Παναγιώτης το πήρε, το ξαναέφτιαξε και μόνος του άρχισε να πειραματίζεται με τις πρώτες νότες. Πολύ σύντομα έμαθε να χειρίζεται με μαεστρία το μουσικό όργανο. Δε γινόταν γάμος, βάπτιση ή γλέντι χωρίς να καλέσουν τον κυρ- Παναγιώτη ή «Κόντρα» όπως τον έλεγαν χαϊδευτικά.

Όταν έψαξα να μάθω πώς του έδωσαν αυτό το παρατσούκλι, κάποιοι μου είπαν ότι προερχόταν από το γεγονός ότι ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε στην Κορώνη το κοντραπλακέ στις οικοδομές και στην κατασκευή επίπλων. Σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, όταν έπαιζε βιολί στα πανηγύρια και οι παρέες μεράκλωναν από το κέφι και το κρασί, του φώναζαν «Παίξε κόντρα το βιολί». Οι παλαιοί φίλοι, όμως, που γνώριζαν καλά την ανοικτόκαρδη και κεφάτη ψυχή του, μου αφηγήθηκαν το εξής περιστατικό: Σε ένα γλέντι ο «Κόντρας» παρακολουθούσε έναν άνδρα που προσπαθούσε μάταια να χορέψει τανγκό, αλλά συνέχεια μπέρδευε τα βήματά του. Τότε ο κυρ- Παναγιώτης σηκώνεται όρθιος και του φωνάζει δυνατά, «Βρέ κόντρα βλάκα, δεν ξέρεις πού πάν τα τέσσερα». Η επιφώνηση φάνηκε αστεία στους συγχωριανούς και έκτοτε του κόλλησαν το παρωνύμιο.

Ο Παναγιώτης Γιαλλελής, μαζί με το γαμπρό του το Σωτήρη και τον υιό του τον Χρήστο, δημιούργησαν μια μικρή ορχήστρα, όπου έπαιζαν βιολί, σαντούρι, ακορντεόν, μπουζούκι και τραγουδούσαν στα πανηγύρια και τους γάμους. Ο ίδιος δεν αποχωριζόταν το παλαιό πατρικό βιολί, που με τόση αγάπη και υπομονή κατάφερε να επισκευάσει. Όσο για το σαντούρι, το κατασκεύασε ο ίδιος, αν και δεν το έπαιζε. Οι Κορωναίοι διασκέδαζαν στις γιορτές από το βράδυ έως το πρωί με τη μουσική και τα τραγούδια του «Κόντρα» και της παρέας του. Ένα από τα αγαπημένα του τραγούδια ήταν το «Κάιρο», όπως επίσης, καθώς μου είπε ο πατήρ Κώστας Ράλλης, ήταν και το παρακάτω:

Δασκάλα του Χαρακοπιού με το ψηλό τακούνι

ξετρέλανες τον Γκούνη

Ξετρέλλανες κ’ έναν παπά

που είχε το πετραχήλι

και σε φιλεί στα χείλη.

Οι άνθρωποι τότε γλεντούσαν από καρδιάς, παρά τη φτώχεια και τις στερήσεις που είχαν υποστεί από τον ανελέητο πόλεμο. Ίσως επειδή τους έλειπαν πολλά να έμαθαν να εκτιμούν τα λίγα.

Ο Παναγιώτης νυμφεύτηκε στην ηλικία των 20 ετών τη Μαρία Ρομπάκη από τη Φοινικούντα. Οι καιροί ήταν δύσκολοι, και χρειαζόταν μια γυναίκα για στήριγμα. Απέκτησαν από αυτό το γάμο δύο κόρες και έναν γιο. Τη Δήμητρα, την Κατίνα και τον Χρήστο, ο οποίος συνέχισε το επάγγελμα του μαραγκού στον Καναδά όπου διαμένει. Τα πιο αφοσιωμένα από τα εγγόνια του ήταν η Μαρία και ο Νίκος, παιδιά της Δήμητρας και του Σωτήρη. Η Μαρία κληρονόμησε το χάρισμά του στη ζωγραφική, ενώ ο Νίκος που ζει στον Καναδά, συνεχίζει το επάγγελμα του επιπλοποιού και συγχρόνως του μουσικού.

Με υπομονή και αγάπη, ο παππούς Παναγιώτης έμαθε στη Μαρία να ζωγραφίζει τις πρώτες της πινελιές. Στη Μαρία εκμυστηρευόταν τα μυστικά του. Η ίδια μας διηγείται πόσο τον εκτιμούσαν οι συγχωριανοί. Όταν παππούς και εγγονή πήγαιναν για σεργιάνι στην παραλία, όλοι τον χαιρετούσαν και ζητούσαν να ανταλλάξουν δυο φιλικά λόγια μαζί του, σε σημείο που η μικρή Μαρία αγανακτούσε. Τον ρώτησε πώς δεν κουραζόταν να μιλάει σε όλους και ο θυμόσοφος κυρ – Παναγιώτης πολύ σοβαρά τής αποκρίθηκε: «Να αγαπάς όλο τον κόσμο, Μαρία μου. Να μιλάς σ’ όλο τον κόσμο και ποτέ σου μην υποτιμάς κανέναν, ακόμα και την κότα». Εκείνη τη στιγμή έτυχε μια κότα να το σκάσει από κάποιο κοτέτσι και έτρεχε μπροστά τους. Τότε ο κυρ- Παναγιώτης σήκωσε το κασκέτο του και απευθυνόμενος στο πτηνό, του λέγει: «Καλημέρα, κυρά κότα». Αυτός ήταν ο κυρ – Παναγιώτης ο «Κόντρας». Όλους τους αγαπούσε και του το ανταπέδιδαν. Τύπος αυθεντικός μιας Ελλάδας τρυφερής, απαλλαγμένης από κάθε επιτήδευση, με μια καρδιά που πλημμύριζε από συμπόνια για το συνάνθρωπο. Του χρωστούσαν, δε χρωστούσε. Και έτσι, έφυγε ήσυχα, γαλήνια, στις 25 του Μάρτη του 1996, ένας σπάνιος άνθρωπος που ήξερε να αγαπάει, να προσφέρει και να μένει στις μνήμες εκείνων που τον γνώριζαν ως ο ευγενικός, γελαστός και αυτοδίδακτος ζωγράφος και αγιογράφος της Κορώνης.

 

Περίοδοι της ζωγραφικής του

Το ζωγραφικό έργο του Παναγιώτη Γιαλλελή θα μπορούσε να χωριστεί σε τρεις περιόδους.

Η πρώτη καλύπτει τη χρονική περίοδο που εξασκούσε το επάγγελμα του ξυλουργού. Προκειμένου να δώσει μια ξεχωριστή «νότα», ξεκίνησε δειλά να πειραματίζεται, στολίζοντας τα έπιπλα με άνθη, κλαριά και διάφορα άλλα μοτίβα. Επίσης, άρχισε να ζωγραφίζει απλά θέματα πάνω σε καθρέπτες, κάδρα, κουτιά και γενικά σε όποιο αντικείμενο δεχόταν τη δημιουργική πινελιά του. Δυστυχώς, ελάχιστα έργα της εποχής αυτής έχουν διασωθεί.

Η δεύτερη περίοδος καλύπτει το χρονικό διάστημα που η ζωγραφική αποτελεί πλέον το δεύτερό του επάγγελμα. Ασχολείται με τη ζωγραφική τοπίων ως επί το πλείστον, χωρίς να αποκλείει τις προσωπογραφίες. Από το χρωστήρα του προκύπτει η ενδόμυχη ανάγκη για απλότητα και επιστροφή στις παραδοσιακές αξίες. Οι πολιτείες του, γαλάζιες και απολλώνιες, είναι βουτηγμένες στη μαγεία του ελληνικού φωτός. Ο Παναγιώτης Γιαλλελής υπήρξε γνήσιος, ελληνοπρεπής ζωγράφος. Ζωγράφιζε με την καρδιά του, ανταποκρινόμενος στις παραδόσεις και τα ιδεώδη της ελληνικής του ταυτότητος.

Η τρίτη περίοδος περιλαμβάνει το διάστημα κατά το οποίο ασχολείται πλέον με την αγιογράφηση. Αυτή η περίοδος δεν περιορίζεται αποκλειστικά στην Κορώνη, αλλά και στην ευρύτερα περιοχή, όπου είχε γίνει πλέον γνωστός και περιζήτητος. Δημιουργούσε πάνω σε πανί (κάμποτ) αξιόλογες αγιογραφίες, που σήμερα κοσμούν τις περισσότερες εκκλησίες.

 

Τεχνοτροπία

Οποιαδήποτε επιφάνεια έπεφτε στην αντίληψή του και μπορούσε να δεχτεί τα χρώματά του, καλυπτόταν από την πινελιά του λαϊκού ζωγράφου. Είτε ήταν τοίχος, πανί, καθρέπτης, γυαλί, ντενεκές είτε ξύλο. Θα μπορούσαμε να συγκαταλέξουμε την τεχνοτροπία του ζωγράφου στο art naive. Όχι ως όρος απλοϊκής ζωγραφικής, αλλά ως γνήσιας, λαϊκής εικαστικής τέχνης με πλούσια αγνή και συναισθηματική χροιά. Στη ζωγραφική του ίσως να μην υπάρχει το βάθος, με την έννοια των γεωμετρικών γραμμών της κλασσικής προοπτικής. Όπως, επίσης, δε χρησιμοποιεί την ειδική κλίμακα των χρωματικών τόνων. Οι βάρκες, τα σπίτια και τα βουνά που είναι σε μακρινή απόσταση, έχουν σχεδόν την ίδια απόχρωση με τα μπροστινά. Οι πόλεις, τα λιμάνια, απλώνονται σε επίπεδες επιφάνιες. Τα σπιτάκια είναι πάντα δίπλα δίπλα δίχως να κρύβουν ούτε το ένα το άλλο, αλλά ούτε και τα πίσω. Το έργο δίνει την εντύπωση της οριζοντίας επιφανείας. Όπως και στη βυζαντινή ζωγραφική το βάθος αρχίζει από ένα σημείο και εκτείνεται προς τα έξω.

Στις αγιογραφίες του, οι άγιοι δεν έχουν την ισχνή αυστηρή μορφή των βυζαντινών μαρτύρων. Απεναντίας, οι γραμμές είναι απαλές και τα πρόσωπα εκπέμπουν αρμονία και γαλήνη. Κάθε έργο φέρει τη δική του προσωπική σφραγίδα.

Αν εξετάσουμε προσεκτικά τις αγιογραφίες του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Δημητρίου του Παναγιώτη Γιαλλελή, παρατηρούμε πως το άλογο που ιππεύει ο άγιος είναι σχεδόν ίσου μεγέθους με το φιλοτεχνούμενο πρόσωπο. Ο ζωγράφος Γιαλλελής σκοπίμως ήθελε να υπογραμμίσει πως το πιο σημαντικό σημείο ήταν ο ίδιος ο άγιος και όχι ο περίγυρος. Έδινε ιδιαίτερη έμφαση στη λεβέντικη έκφραση των προσώπων τους, τονίζοντας την ανδρειότητά τους. Τα υλικά που δούλευε ο Παναγιώτης Γιαλλελής ήταν αποκλειστικά λαδομπογιές.

Μεταχειριζόταν συνήθως μαλακά πινέλα με φυσική τρίχα από κάστορα.

Τα χρώματά του ζωηρά και λαμπρά, έδιναν μιαν αίσθηση φωτεινότητας και αισιοδοξίας. Μολονότι ήταν ένας αυτοδίδακτος, λαϊκός ζωγράφος, χρησιμοποιούσε τα χρώματα σαν ένας έμπειρος επαγγελματίας καλλιτέχνης.

Στους περισσότερους πίνακές του κυριαρχεί το γαλάζιο του ουρανού και το μπλε της θάλασσας και όλα, τόσο απαλά ζωγραφισμένα, ώστε να μη διαταράσσεται η χρωματική αρμονία του τοπίου.

Ο Παναγιώτης Γιαλλελής ήταν, πράγματι, μεγάλος τεχνίτης του χρώματος. Η γλυκύτητα του ύφους και η απαλότητα των γραμμών που έβγαζαν τα έργα του απεικόνιζαν τη γλυκύτητα του δικού του εσωτερικού κόσμου. Δίχως να είναι «δέσμιος» των κανόνων που επιβάλλει η μόρφωση, η έμφυτη φυσική παρόρμησή του, ως καθοδηγήτρια πυξίδα τον κατεύθυνε στις σωστές επιλογές.

Ο Παναγιώτης Γιαλλελής δεν αναγνωρίστηκε όπως θα έπρεπε. Τα λίγα έργα που διασώζονται κρύβονται κάτω από το πέπλο της αδιαφορίας, της άγνοιας και της λησμονιάς. Ίσως ήρθε η ώρα να τα ξεθάψουμε και να αποδώσομε σ’ αυτόν τον γνήσιο λαϊκό ζωγράφο τον απεικονιστή μιας περιόδου και μιας ιστορίας γεμάτης τρυφερότητας, ήθους και σωστών αρχών, την αναγνώριση που του αξίζει. Δυστυχώς, όταν έρθει αυτή η στιγμή, δε θα βρίσκεται ανάμεσά μας, αλλά και να ήταν, ο ίδιος θα απορούσε. Δεν αναζητούσε τον έπαινο. Ζωγράφιζε για να ζωγραφίζει. Ο κυρ – Παναγιώτης Γιαλλελής, ο «Κόντρας» μας, ο Θεόφιλος της Κορώνης.

 

*Το εργαστήριο που διατηρούσε ήταν και χρωματοπωλείο. Οι ψαράδες που πάντα αγόραζαν, χωρίς ποτέ να πληρώσουν μπογιές, δανείζονταν τα πινέλα, το οποία ουδέποτε επέστρεφαν. Η μπογιά στα εσαεί βερεσέδια στα τεφτέρια και τα πινέλα στα ανεπίστρεφτα. Οι ίδιοι οι ψαράδες που δανείστηκαν μου το είπαν με συγκίνηση και ευγνωμοσύνη προς τον αείμνηστο κυρ- Παναγιώτη (μαρτυρία του Νίκου Σαρέλλα, εγγονού του μπαρμπα -Σταύρου Φωτεινάκη – Παναγιωτάρα).

 

*Ευχαριστώ τον κ. Παύλο Σιψά, ως και τον κ. Νίκο Σαρέλλα και τον πατήρ Κώστα Ράλλη για τη συλλογή πληροφοριών γύρω από το βίο του ζωγράφου.