Του Χρήστου Νικ. Ζερίτη
Γεννήθηκα το 1931 στο χωριό Καμάρες Λεονταρίου Μεγαλοπόλεως. Την ίδια χρονιά ο πατέρας μου ο Χρήστος πούλησε όλα τα περιουσιακά που είχε στο χωριό και ήρθαμε όλοι για εγκατάσταση στην Καλαμάτα. Στην περιοχή Καλύβια αγόρασε σπίτι και μέναμε εκεί.
Ο πατέρας μου, υποδηματοποιός και αυτός, είχε μάθει την τέχνη σε κάποιον Τζαμουράνη στο Καμποχώρι. Νοίκιασε μαγαζί δίπλα στο φούρνο του Παπαδάκου στην οδό Αθηνών. Ήταν ιδιοκτησία του Κρέπη του μπακάλη.
Από το 1931 που το άνοιξε, μάθαμε την τέχνη εγώ και όλα μου τα αδέρφια, δηλαδή ο Τάσος, ο Γιώργος, ο Θανάσης και ο Νικήτας. Όσο ήμουνα μικρός, από το 1935 και μετά, δούλευα στο μαγαζί, αλλά επειδή ήμουν ατίθασος, ο πατέρας μου με έστειλε πρώτα με κασελάκι να γυαλίζω παπούτσια. Γύριζα στα καφενεία, κυρίως στην οδό Αθηνών. Οι καλύτεροι πελάτες μου ήτανε στο καφενείο του Μπερκέτη, απέναντι από το μαγαζί του πατέρα μου… Όταν δούλευα στου πατέρα μου μικρός, θυμάμαι τα παιδιά της Ράχης που μαλώνανε ποίος να πάρει πρώτος νερό από το πηγάδι της Κρέπαινας. Θυμάμαι εκεί γύρω τα καφενεία, τα μαγαζιά, τους γειτόνους. Όλοι μας υποστηρίζανε.
Στην Κατοχή φύγαμε με τον πατέρα μου και τον αδερφό μου το Γιώργο για τα Καμαρέικα χωριά, να δουλέψουμε και να ζήσουμε. Γυρίζαμε ποδαράτο τα χωριά εκεί, Καμάρα, Πάνω και Κάτω Γιαννέικα, Τουρκολέκα, Ποταμιά, Μπούρα, Σπανέικα, Πετρίνα κ.ά. Φτιάχναμε από τσαρούχια μέχρι αρβύλες. Τότε δουλεύαμε χωρίς χρήματα, μόνο με ανταλλαγές με είδος, δηλαδή ένα ζευγάρι σόλες κόστιζε ένα κιλό κριθάρι ή σιτάρι ή αραποσίτι. Όταν συγκέντρωνα ένα σακούλι, το έβαζα στην πλάτη μου και το έφερνα στη μάνα μου και στα αδέρφια μου στην Καλαμάτα από το βουνό. Σήμερα που σκέπτομαι τη διαδρομή από τα ορεινά μονοπάτια Σπανέικα, Καμάρα, Γιαννέικα, Γούπατα, Άκοβο, Πολιανή, στο νταμάρι του Κάρτσωνα απάνω, Κουταλά και Καλαμάτα, απορώ πώς έζησα, ένα παιδάκι 10-11 χρονώ, να κάνω αυτή τη διαδρομή μια φορά τη βδομάδα.
Φτιάχναμε και σόλες μερικές φορές από κλεμμένα παλιά λάστιχα Ιταλών και Γερμανών. Μάλιστα, θυμάμαι ένα περιστατικό που καθόρισε όλη μου τη ζωή. Ο πατέρας μου είχε βρει, δεν ξέρω πώς, ένα λάστιχο από γερμανικό αυτοκίνητο, σχεδόν καινούργιο. Το έκοψε σόλες και γυρίζαμε στα χωριά. Κάποια μέρα, θα ’τανε το 1943, ήρθε στο καλυβάκι μας στην Καμάρα, ένας συγχωριανός μας ντυμένος με στρατιωτικά ρούχα, που είχε ένα πιστόλι στη μέση. Φώναξε τον πατέρα μου να βγει έξω και άρχισαν να μιλάνε. Ύστερα από λίγο αρχίσανε να μαλώνουνε και τότε είδα τον αντάρτη να τραβάει το πιστόλι του και να πυροβολεί τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου τον άρπαξε και άρχισε να τον δέρνει πολύ άσχημα. Φοβήθηκα πολύ πως τον είχε σκοτώσει, αλλά όταν είδα τον πατέρα μου ζωντανό και όρθιο, πήρα θάρρος. Μας πήρε νύχτα και ήρθαμε στην Καλαμάτα για να γλυτώσουμε από την εκδίκηση των ανταρτών του ΕΛΑΣ, που θέλανε να πάρουνε το λάστιχο από τον πατέρα μου για τους στρατιώτες τους και να μας αφήσουνε 11 άτομα να πεθάνουμε από την πείνα, άμα μέναμε χωρίς δουλειά. Αλλά και στην Καλαμάτα δεν μας αφήσανε ήσυχους. Όπου συναντούσαν τον πατέρα μου, εμένα και τον αδελφό μου, τον Τάση, μας λυσσάγανε στις κλωτσές. Αφού ο Τάσης αναγκάστηκε να πάει στα Τάγματα για να γλυτώσει. Εμένα στη μάχη της Καλαμάτας το 1944, με αναγνώρισε ένας αντάρτης (παρακολουθούσα τη μάχη από τη γωνία στου Μπενάκη, 14 χρονώ παιδάκι) που ήξερε πως ο αδελφός μου ήτανε στο Κάστρο, με βούτηξε κι αφού με χόρτασε ξύλο, μου ’δωσε ένα ντενεκέ με σφαίρες να τις περάσω από το ποτάμι, που θερίζανε τα πολυβόλα των Ταγμάτων από το Κάστρο, και να τις πάω απέναντι στην πλατεία να τις δώσω στους αντάρτες. Τι να κάνω, τις πήρα και έτρεξα. Οι σφαίρες πέρναγαν δίπλα μου, αλλά γλύτωσα. Μόλις πέρασα απέναντι και παρέδωσα στις σφαίρες, αυτός που τις πήρε, με ρώτησε πώς με λένε. Μόλις είπα τ΄ όνομά μου κι άλλο ξύλο. «Του φασίστα του τσαγκάρη γιός είσαι» μου έλεγε. Άσ’ τα να μην τα θυμάμαι.
Μεγαλώνοντας συνέχισα τη δουλειά σε άλλους μαστόρους. Πρώτοι μου μαστόροι ήταν ο Αναστάσιος Φυλακτίδης (θα τον θυμάμαι πάντα που με προστάτευσε), που μου βάφτισε και το γιό μου το Χρήστο, και ο Νικόλαος Ζουναρόπουλος ή Μανέστρας που είχαν μαγαζί στην οδό Είρας απέναντι από τον Αθανασούλια. Σε αυτούς πήγα το 1945. Το 1948 είχα τελειώσει την εκπαίδευση και πήγα στρατιώτης. Το 1950 που απολύθηκα πήγα στην Αθήνα και δούλεψα σε τσαγκάρικο. Το 1952 γύρισα στην Καλαμάτα και άνοιξα δικό μου μαγαζί στην οδό Αθηνών 46, σε κτήριο του Κώστα Καρμοίρη… Ο μαστρο-Φυλακτίδης και ο μαστρο- Ζουναρόπουλος μου μάθανε την τέχνη καλά, γιατί ήτανε και αυτοί πολύ καλοί μαστόροι.
Μαθαίνανε και άλλα παιδιά την τέχνη. Θυμάμαι τον Αγάπιο, έναν Ξυλά και έναν Μανουδάκη Τότε είχε πολλές δουλειές και καθόμαστε μέχρι αργά το βράδυ… Υλικά προμηθευόμαστε από τα δερματοπωλεία της Καλαμάτας. Σχεδόν όλα ήτανε γύρω από τους Αγ. Αποστόλους. Ήταν οι Σταυρόπουλος Βασίλειος, Χριστόπουλος Παναγιώτης, Παπανικολάου Δημήτριος, Τσάκωνας Διονύσιος κ.ά. Στην Αριστομένους ήταν οι Φάνης Αθανασόπουλος και Αλέκος Συνοδινός…
Τότε υπήρχαν και πολλά ταμπάκικα γύρω από την περιοχή της Ανάληψης, στην παραλία. Θα ’ταν 8-10 εργαστήρια. Φτιάχνανε ωραία δέρματα από μοσχάρια, κατσίκια, αρνιά. Θυμάμαι του Χρυσού το ταμπάκικο το οποίο υπάρχει ακόμη…
Στην Αθήνα δούλεψα 2 χρόνια σε συνεταιρισμό τσαγκαράδων που λεγόταν «Πρόοδος» στις οδούς Αιόλου και Αδριανού στην Πλάκα… Εμένα η ειδικότητά μου στην κατασκευή παπουτσιών ήταν «αντρικάς», δηλαδή ειδικότητα στο αντρικό παπούτσι. Υπήρχαν και οι «γυναικάδες», αυτοί δηλαδή που είχαν ειδικότητα στο γυναικείο. Αυτό ήθελε περισσότερη κομψότητα και ήτανε μαγκιόρα τέχνη…
Το 1952 που γύρισα στην Καλαμάτα και άνοιξα το μαγαζί μου θα ήτανε ίσαμε 50 τσαγκαράδες στην πόλη. Τότε εκεί στην περιοχή μου ήτανε αρκετοί. Θυμάμαι τους Γιούργα Νικόλαο, αδελφούς Μανωλόπουλους, Νικολαΐδη Στέλιο, Γεωργανά Θεόδωρο, Μελιτσιώτη Δημήτριο και Λαπιώτη Γεώργιο. Υπήρχε αγάπη μεταξύ μας και δεν φθονούσε ο ένας τον άλλο, γιατί όλοι είχαμε δουλειές. Δεν κάναμε βέβαια και παρέα, αλλά δεν είχαμε και προσωπικά… Τότε οι τσαγκαράδες άμα χρειαζόντουσαν καλαπόδια, δανειζόμασταν μεταξύ μας, γιατί δεν είχαμε όλα τα νούμερα, αλλά ούτε και όλα τα εργαλεία που θέλαμε. Τα καλά καλαπόδια ήτανε τα γαλλικά σε σχέδια και σε καλούπια…
Το μαγαζί που άνοιξα ήταν 200 μέτρα από αυτό του πατέρα μου. Δουλειά απέκτησα αμέσως. Είχα και προσωπικό. Κατά καιρούς είχα τους καλφάδες Μπάμπη Κοκκινογούλη και τον Στέλιο Νικολαΐδη. Επίσης, είχα και πιτσιρικάδες κατά διαστήματα, αλλά μόνιμος ήταν ένας ο Βασίλης ο Ρουμπόγλου, ο οποίος έμεινε μέχρι το 1980 περίπου. Ωράριο και λοιπά τότε δεν είχαμε, όποτε κουραζόμασταν σταματάγαμε. Τις περισσότερες φορές δεν τρώγαμε τα μεσημέρια για να μην καθυστερούμε. Η δουλειά τότε ήτανε μοιρασμένη σε καινούργια, σε επιδιορθώσεις, σε γυαλίσματα και σε αλλαγές χρωμάτων. Αλλαγές τότε είχαμε πολλές από τον Οκτώβριο και μετά την παρέλαση, από άσπρα σε μαύρα. Το αντίθετο ήταν το Μάρτιο μετά την παρέλαση, από μαύρα σε άσπρα. Μιλάμε για 1.000 ζευγάρια περίπου κάθε σεζόν. Το στιλβωτήριο είχε πολλή δουλειά και καθημερινά, μα κυρίως Σάββατο απόγευμα και τις Κυριακές. Ο κόσμος ουρά περίμενε για να γυαλιστεί. Τότε δεν είχανε τα γυαλιστικά στο σπίτι. Ούτε βέβαια τις σημερινές αηδίες που στο τάκα τάκα γυαλίζεις και «καταστρέφεις» το δέρμα του παπουτσιού.
Το παπούτσι ακόμη και σήμερα για να έχει καλό γυάλισμα θέλει τα κατάλληλα υλικά, υπομονή και τέχνη…
Τις Κυριακάδες ανοίγαμε νύχτα για να γυαλιστούν να πάνε στην εκκλησία. Οι έξυπνοι γυαλιζόντουσαν και το χειμώνα για να γλιστράει το νερό και να μην βρέχονται τα παπούτσια.
Τα πρώτα χρόνια έμενα στο πατρικό μου σπίτι στα Καλύβια. Μετά αρραβωνιάστηκα την Αθηνά Κατσαρέα από την Πολιάνα της Μάνης και όταν τη στεφανώθηκα το 1955, έφτιαξα σπίτι στο συνοικισμό της Αγ. Τριάδος. Απέκτησα δύο παιδιά, τον Χρήστο το 1956 και τον Βαγγέλη το 1959.
Σωματείο Τσαγκαράδων υπήρχε πάντα. Ήμουνα γραμμένος. Τότε είχαμε σοβαρά προβλήματα με τα
μαγαζιά-βιοτεχνίες που δούλευαν οι κάλφες και δεν τους πληρώνανε το Σάββατο. Τους είχανε πάντα στο «έναντι». Δεν τους κολλάγανε και όλα τα ένσημα. Υπήρχαν πάντα γκρίνιες του σωματείου με τους μαγαζάτορες που φτιάχνανε παπούτσια, σαν βιοτεχνίες, και είχανε 3-5 καλφάδες ο καθένας. Γκρινιάζανε με τον Χαλούλο, τον Περρέα, τον Παπαδόπουλο, τον Λαφαζάνο. Οι γκρίνιες δεν ήτανε μόνο για το «έναντι», αλλά ζητούσαν και αύξηση στο καλφαλίκι, δηλαδή παραπάνω αμοιβή στο ζευγάρι. Τα αφεντικά δύσκολα υποχωρούσαν. Βέβαια, οι τσαγκαράδες ήτανε το 85% αριστεροί, κυρίως από αγανάκτηση, γιατί δουλεύανε και πεινάγανε, και τι δουλειά ε;;; ανθυγιεινή 100%. Η δουλειά μας ήτανε φτωχή, εκείνοι που δουλεύανε στα εργατικά τη Δευτέρα δεν είχανε μεροκάματο (από εκεί βγήκε η λέξη τσαγκαροδευτέρα), ζήταγες μπροστάντζα δε σου δίνανε, το Σάββατο δε σου πλήρωναν όλη τη δουλειά σου, και έτσι όλη η αγανάκτηση σε αγρίευε.
Σχεδόν όλοι οι τσαγκαράδες ήτανε ήσυχοι άνθρωποι και νοικοκυραίοι, αλλά άμα ζήταγες κάτι παραπάνω σε λέγανε «κομμουνιστή»…
Τελευταίος πρόεδρος του Συλλόγου μας ήταν ο Αλέκος Νικολετάκης, που έδωσε στο γιο μου Χρήστο όλο το αρχείο του Συλλόγου μας και ελπίζω κάποτε να το επεξεργαστεί και να δημοσιεύσει την ιστορία μας.
Εγώ εφάρμοζα το «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο». Γιατί άμα ξεσυνεριζόσουνα τότε τον πελάτη, θα έπρεπε τουλάχιστον δύο την ημέρα να τους πετάω με κλωτσές έξω… Εκείνα τα χρόνια υπήρχαν πολλοί ιδιότροποι πελάτες. Ορισμένες παραξενιές ήταν άνευ προηγουμένου. Ιδιοτροπούσαν με σκοπό να πληρώσουν λιγότερα, να προσεχτούν περισσότερο κ.λπ. Κάποιοι άλλοι, τους έφτιαχνες ένα ζευγάρι καινούργια παπούτσια και ερχόντουσαν μετά από ένα χρόνο και σου λέγανε «ρε μάστορα, δεν πάνε δυο μήνες που τα ’φτιαξες και δες χαλάσανε οι σόλες», ενώ κάποιοι άλλοι που τους έκανες αλλαγή στο χρώμα, ερχόντουσαν και σου λέγανε «κοίτα, ρε μάστορα, έφυγε το χρώμα» κι ας είχανε οργώσει όλα τα χωράφια στα Καλύβια…
Τις δουλειές τις φτιάχναμε πολύ καλά, αλλά είπαμε ορισμένοι ήτανε τσικιρικιτζήδες και γκρινιάρηδες.
Όταν βγήκε το πλαστικό, δηλαδή λαστιχένια σόλα, μετά το 1965, δεν χαλάγανε εύκολα τα παπούτσια. Οι δουλειές λιγοστέψανε. Μετά η δουλειά έγινε βιομηχανική. Άμα μας λέγανε παλιά ότι τα παπούτσια θα τα έφτιαχνε μηχανή, θα γελάγαμε. Έγινε και αυτό. Για να φτιάξουμε ένα ζευγάρι αντρικά θέλαμε μια μέρα και τώρα σε μια μέρα φτιάχνουν 40-50 ζευγάρια, ίσως και παραπάνω. Το κόστος λιγότερο, τα παπούτσια φτηνότερα, δε χαλάνε εύκολα.
Οι δουλειές λίγες, οι παλιοί τσαγκαράδες χάθηκαν, οι νέοι δεν πάνε να μάθουν την τέχνη. Μέχρι το 1980 περίπου υπήρχαν μαστόροι που έφτιαχναν χειροποίητα παπούτσια, όπως ο Αλέκος ο Νικολετάκης… Τώρα έχει έρθει το τέλος, αν και τα τελευταία 3 χρόνια δύο νέα παιδιά ενδιαφέρθηκαν να μάθουν την τέχνη, για επιδιορθώσεις μόνο, και τους έδειξα ό,τι μπορούσα. Και ο Λεωνίδας ο Βουτέλης και ο Γιώργος ο Κάτσος έχουνε μαγαζιά και δουλεύουνε… Εγώ κρατάω το μαγαζί μου από αγάπη για το επάγγελμα και από σεβασμό στην πελατεία μου που τόσα χρόνια με προτιμάει, γιατί εκεί που βρίσκεται το μαγαζί μου είναι φτωχογειτονιά και οι άνθρωποι τα πράγματά τους τα προσέχουν και τα φροντίζουν…
-Αποσπάσματα από τη βιογραφία του πατέρα μου, Νικολάου Χρήστου Ζερίτη (1931-2009), που μαγνητοφώνησα το Μάιο του 2002, με σεβασμό σε αυτά που λέει, όπως και στις αντιλήψεις που έχει.
Το 2003 έδωσα στο περιοδικό «΄Εκφραση» ανάλογο κείμενο με το ίδιο θέμα. Ελπίζω και άλλα παιδιά, κυρίως όμως όσοι προέρχονται από βιοπαλαιστές γονείς, να καταγράψουν την ιστορία των γονιών τους, καθώς και τη φωνή τους, για να έχουν στο υπόλοιπο της ζωής τους τη γλυκιά ανάμνηση, αλλά και τον οδηγό για να πιστεύουμε σε μια Ελλάδα έντιμων, εργατικών και ολιγαρκών Ελλήνων.