Του Γιώργου Θ. Σπηλιώτη
Κατά τα μέσα του 17ου αιώνα τα πράγματα στην παιδεία αλλάζουν. Η ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου και η πυκνότερη επικοινωνία με τη Δύση, όχι μόνο με την Ιταλία, αλλά κατόπιν και με την Κεντρική Ευρώπη, όπως και με τη Ρωσία, θα συντελέσουν στην ανάπτυξη των σχολείων μέσης εκπαίδευσης όπως θα λέγαμε σήμερα. Πρόκειται για τα σχολεία της «Εγκυκλίου Παιδείας» ή γυμνάσια ή φροντιστήρια ή λύκεια ή ελληνομουσεία ή ακαδημίες. Οι Έλληνες, επί τουρκοκρατίας, που ήθελαν να κάνουν παραπέρα σπουδές, να γίνουν π.χ. γιατροί ή νομικοί, πήγαιναν στην Ευρώπη. Τη νέα εποχή, και μέχρι την εισροή των ιδεών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού στα μέσα του 18ου αιώνα, θα σημαδέψει με την παρουσία του ο νεοαριστοτελικός Θεόφιλος Κορυδαλλέας μαθητής, όπως και ο πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρης, του Cremonini στην Πάδοβα, ο πρώτος νεοέλληνας φιλόσοφος που διαχώρισε τη φιλοσοφία από τη θεολογία. Μετά από πρόσκληση του πατριάρχη Κύριλλου Λούκαρη θα διευθύνει την Πατριαρχική Σχολή στην Κωνσταντινούπολη, όπου θα διδάξει από το 1624 έως το 1628 και από το 1636 έως το 1640 και μετά θα εκδιωχθεί. Η προσπάθεια αυτή του Λούκαρη και του Κορυδαλλέα είναι το πρώτο σοβαρό εκπαιδευτικό εγχείρημα, η πρώτη σοβαρή δυτική επίδραση στην ελληνική εκπαίδευση. Ο Κορυδαλλέας με επίκεντρο της διδασκαλίας του τη φιλοσοφία ανέβασε τη στάθμη της σχολής, και όπως γράφεται, της έδωσε χαρακτήρα πανεπιστημιακό. Τα ερμηνευτικά του υπομνήματα σε έργα του Αριστοτέλη θα διδάσκονται σε όλα τα σχολεία της «Εγκυκλίου Παιδείας». Το 1662, χάρη στη χρηματική χορηγία του επιχειρηματία Μανολάκη του Καστοριανού, η Πατριαρχική Σχολή αναδιοργανώθηκε. Τώρα λειτουργεί με τρεις κύκλους σπουδών: ο ένας για τα «κοινά γράμματα», ο δεύτερος για την «κυκλοπαιδεία» (γραμματική, ρητορική, λογική) και ο τρίτος, ο ανώτερος, για τη θεολογία και τη φιλοσοφία. Όμως, δεν μπόρεσε παραπέρα να εκσυγχρονιστεί, παρά τις προσπάθειες που κατά καιρούς έγιναν, και έτσι δεν έπαιξε ρόλο στην πνευματική αναγέννηση του ελληνισμού τα τελευταία χρόνια πριν από την Επανάσταση.
Την εποχή αυτή θα πολλαπλασιαστούν τα σχολεία. Ο μαθητής του Κορυδαλλέα, ο Ευγένιος Γιαννούλης ή Ευγένιος ο Αιτωλός, θα ιδρύσει σχολεία στην ορεινή περιοχή των Αγράφων (Καρπενήσι, Βραγγιανά) και στις απόμακρες περιοχές της Αιτωλίας. Γενικότερα, θα γίνει ο παιδαγωγός της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Οι έμποροι κυρίως, με τις χορηγίες τους και τα κληροδοτήματά τους θα βοηθήσουν στην ίδρυση σχολείων ή αλλού στην ανανέωση της εκπαιδευτικής παράδοσης, όπως π.χ. στη Χίο. Εκεί θα διδάξει και ο Κων/νος Γορδάτος ή Λίλας (1713-1738), ο εισηγητής της διδασκαλίας των μαθηματικών και της φυσικής στα σχολεία της Ανατολής. Σχολεία συναντάμε στο Αιτωλικό, στην Άρτα, στην Αθήνα, στην Πάτμο (την «Πατμιάδα Σχολή»), στη δυτική Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και αλλού. Στη Μοσχόπολη ιδρύθηκε ένα από τα καλύτερα σχολεία της περιόδου, η «Νέα Ακαδήμεια», ο διευθυντής της οποίας Θεόδωρος Καβαλιώτης εξέδωσε το 1770 ένα ελληνοβλαχοαλβανικό λεξικό. Πρόκειται για την πρώτη απόπειρα γραφής, έντυπης μάλιστα, της κοτσοβλαχικής και αλβανικής γλώσσας. Αργότερα, ο δάσκαλος επίσης της σχολής, Δανιήλ Μοσχοπολίτης, εξέδωσε ένα τετράγλωσσο λεξικό της Ελληνικής, Κουτσοβλαχικής, Αλβανικής και Βουλγαρικής. Και ο άλλος δάσκαλος, ο ιερομόναχος Γρηγόριος Κωνσταντινίδης, εγκατέστησε στη Μοσχόπολη, λίγο πριν από το 1731, τυπογραφείο. Είναι το δεύτερο τυπογραφείο που λειτούργησε επί τουρκοκρατίας. Είχε προηγηθεί το τυπογραφείο του Νικόδημου Μεταξά στην Κωνσταντινούπολη το 1627 επί πατριαρχίας Κύριλλου Λούκαρη. Στην Πελοπόννησο από το 1764 χρονολογείται η αξιόλογη Σχολή της Δημητσάνας. Από το 1715-1821 λειτούργησαν στο Μοριά σχολεία διαφόρου εμβέλειας, των οποίων ο αριθμός ποικίλλει κατά συγγραφείς (41 ή περίπου 50). Αναμφισβήτητα, πάντως, το σπουδαιότερο υπήρξε της Δημητσάνας. Και στη Μεσσηνία κατά το αμέσως παραπάνω χρονικό διάστημα αναφέρονται σχολεία σε Καλαμάτα, Μάνη, Μελέ Αλαγονίας, Νησί (Μεσσήνη), Πολιανή, Κυπαρισσία, Γαργαλιάνους.
Η εποχή του 17ου μέχρι τα τέλη περίπου του 18ου αιώνα χαρακτηρίζεται, όχι μόνο από την αύξηση των σχολείων και των μαθητών, αλλά και από την ύπαρξη οργανωμένων σχολείων με ειδικά διδακτήρια, με πρόγραμμα σπουδών που περιείχε και μαθήματα ανώτερου επιπέδου, με κορμό όμως τα μαθήματα που απέβλεπαν στην εκμάθηση της αρχαίας ελληνικής και των δογμάτων της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι λόγιοι δραστηριοποιήθηκαν πλέον ως καθηγητές και διευθυντές συγκροτημένων σχολών, όπως επίσης σημειώθηκε εκτύπωση και κυκλοφορία ολοένα και περισσότερων σχολικών εγχειριδίων πρωτοτύπων ή μεταφρασμένων στην ελληνική. Από τις αρχές του 17ου αιώνα εμφανίστηκαν και οι πρώτες μορφωμένες γυναίκες, κόρες επιφανών Φαναριωτών, που μάθαιναν γράμματα στο σπίτι και ασχολήθηκαν, κυρίως, με το θέατρο και τη μετάφραση βιβλίων.
Τα προβλήματα στη λειτουργία των σχολείων δεν έλειψαν και την περίοδο στην οποία αναφερόμαστε. Με την κατάλυση από το Ναπολέοντα το 1797 της Βενετικής Δημοκρατίας και την κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων και των κληροδοτημάτων με βάση τα οποία λειτουργούσαν τα σχολεία, πέρασαν κρίση οι σχολές της Αθήνας και των Ιωαννίνων.
Κατά τα Ορλωφικά (1770) και τις βαρβαρότητες των Αλβανών που ακολούθησαν, μεταξύ των σχολείων που έκλεισαν ήταν και της Δημητσάνας, το οποίο επαναλειτούργησε μετά από δέκα περίπου χρόνια, το 1779.
Στον τουρκοκρατούμενο ελληνικό χώρο τα καλύτερα σχολεία εμφανίστηκαν σε ορισμένα αστικά κέντρα, κυρίως, της περιφέρειας (Ιωάννινα, Μοσχόπολη, Σμύρνη, Τραπεζούντα κ.ά.) και όχι στο κέντρο, την Κωνσταντινούπολη. Αυτό οφείλεται στο ότι τελούσαν υπό προνομιακό καθεστώς εσωτερικής αυτονομίας, άκμαζαν οικονομικά και οι φωτισμένοι δάσκαλοι της εποχής είχαν μεγαλύτερη ελευθερία δράσης, μακριά από τους συντηρητικούς κύκλους της Πόλης. Ιδιαίτερα τα Ιωάννινα βρέθηκαν στην εκπαιδευτική πρωτοπορία από τα μέσα του 17ου μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα.
Τα πιο λαμπερά, όμως, εκπαιδευτήρια της περιόδου αυτής με την πιο άρτια οργάνωση λειτούργησαν στις πλούσιες ελληνικές παροικίες της Ιταλίας και στις Ηγεμονίες (Βλαχία και Μολδαβία). Στις Ηγεμονίες οφείλεται, κυρίως, στην παρουσία Ελλήνων παροίκων και των Φαναριωτών, οι οποίοι λόγω των αξιωμάτων που κατείχαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και κυρίως στο Οθωμανικό Διοικητικό Μηχανισμό είχαν αντιληφθεί την αξία της μόρφωσης.
Στην Πάδοβα το 1653 ιδρύθηκε από τον Ιωάννη Κωτούνιο το Ελληνομουσείο της Πάδοβας, το οποίο διέκοψε οριστικά τη λειτουργία του το 1797 που ο Μ. Ναπολέων κατέλυσε τη Βενετική Δημοκρατία.
Το σημαντικότερο, όμως, εκπαιδευτικό ίδρυμα του παροικιακού Ελληνισμού υπήρξε το Φλαγγινιανό Κολλέγιο της Βενετίας που ιδρύθηκε από τον Θωμά Φλαγγίνη και άρχισε να λειτουργεί το 1665. Μέχρι το 1797 που έκλεισε λόγω των παραπάνω ενεργειών του Ναπολέοντα σπούδασαν στη σχολή, εκτός από τους μη οικότροφους μαθητές, και 600 περίπου οικότροφοι, κυρίως από τις βενετοκρατούμενες, αλλά και τις τουρκοκρατούμενες περιοχές της Ελλάδας. Οι σπουδές διαρκούσαν έξι χρόνια και οι μαθητές διδάσκονταν στον πρώτο κύκλο σπουδών γραμματική, φιλολογία, ρητορική και μαθήματα επιστολογραφίας, ενώ στο δεύτερο λογική, φιλοσοφία, θεολογία, μαθηματικά και γεωγραφία. Η σχολή μετά το κλείσιμό της το 1797 επαναλειτούργησε από το 1823 μέχρι το 1905, χωρίς όμως την αίγλη της πρώτης περιόδου.
Τα παραπάνω εκπαιδευτικά ιδρύματα της Πάδοβας και της Βενετίας, εκτός από τους μορφωμένους Έλληνες που έβγαλαν, υπήρξαν και αντίβαρο στην καθολική προπαγάνδα που γινόταν μέσω του Ελληνικού Κολλεγίου του Αγίου Αθανασίου της Ρώμης.
Στη Μολδαβία και Βλαχία οι πρώτες προσπάθειες για ίδρυση ανώτερων σχολείων έγιναν το 16ο και 17ο αιώνα. Το 18ο και στις αρχές του 19ου υπάρχουν στις Ηγεμονίες τα σημαντικότερα σχολεία του υπόδουλου Ελληνισμού. Μεταξύ των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που ιδρύθηκαν στις διάφορες πόλεις ξεχωρίζουν η Ηγεμονική Ακαδημία του Βουκουρεστίου και η Ηγεμονική Ακαδημία του Ιασίου. Το 1690 αναδιοργανώθηκε και ονομάστηκε Ακαδημία το σχολείο που υπήρχε στο Βουκουρέστι. Σταθμό στην ανοδική της πορεία αποτέλεσε η τοποθέτηση στο θρόνο της Βλαχίας του Φαναριώτη Αλέξανδρου Υψηλάντη το 1774. Με διάταγμα του 1776 κανονίστηκαν τα μαθήματα και οι υποτροφίες της σχολής, από τις οποίες όμως αποκλείονταν τα παιδιά των ελεύθερων χωρικών και των δουλοπαροίκων. Η Ηγεμονική Ακαδημία του Ιασίου ιδρύθηκε το 1707 και το 1714 ο πρώτος Φαναριώτης ηγεμόνας της Μολδαβίας, Νικόλαος Μαυροκορδάτος, την αναδιοργάνωσε. Στην Ακαδημία αυτή πιθανώς από το 1728 άρχισε η διδασκαλία της νέας ελληνικής γλώσσας, την οποία ο Ιώσηπος Μοισιόδακας την καθιέρωσε ως γλώσσα διδασκαλίας το 1776. Από το 1764, με σχολάρχη το Νικηφόρο Θεοτόκη, αναδείχθηκε ως ένα από τα καλύτερα σχολεία του υπόδουλου Ελληνισμού και το 1766 ο σχολάρχης Νικ. Ζερζούλης δίδαξε φιλοσοφία σύμφωνα με τα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής, εγκαταλείποντας τη νεοαριστοτελική μέθοδο του Θεόφιλου Κορυδαλλέα. Η Ακαδημία συνέχισε με διακυμάνσεις την πορεία της και το 1821, με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης, έκλεισε με διαταγή του σουλτάνου, όπως και η Ακαδημία του Βουκουρεστίου, γιατί θεωρήθηκε ότι, αντί να μορφώνουν τους νέους, έτρεφαν επαναστάτες.
Από τα μέσα και μετά του 18ου αιώνα οι ιδέες του Διαφωτισμού, παρά τις αντιδράσεις της Εκκλησίας, θα αρχίσουν να επηρεάζουν και την εκπαίδευση. Αυτά, όμως, θα τα παρακολουθήσουμε σε άλλο άρθρο.