Οι δρόμοι της Μεσσηνίας
Του Πέτρου Α.Τσώνη
Κάτι μου συμβαίνει τελευταία, δεν πρέπει να είμαι πολύ καλά, αισθάνομαι ότι με κοροϊδεύουν, ότι παίζουν με τη νοημοσύνη μου.
Τους ακούω να μιλούν για τρελά έργα, για δρόμους που θα φτιάξουν, για γεφύρια και άλλα μεγαλεπήβολα και εγώ ο δόλιος με πολύ κόπο καταφέρνω νύχτα να φθάσω από το χωριό μου στην Καλαμάτα, οδηγώντας σε δρόμους που τρέμει το φυλλοκάρδι μου, μήπως και συναντηθώ με κανένα λεωφορείο του ΚΤΕΛ ή με κανένα μεγάλο φορτηγό. Επαρχιακούς δόμους- δημοτικούς τους λένε τώρα-διαλυμένους από την κυκλοφορία βαριών φορτηγών, πλήρως εγκαταλελειμμένους στην τύχη τους.
Αχ και, λέω, ευτυχώς σε λίγο θα φθάσω στον καλό το δρόμο, εκείνον που ξεκινά από την Κορώνη και φθάνει στο Ριζόμυλο! Που περνάει μέσα από χωριά και που οι πόρτες των σπιτιών είναι στην κυριολεξία στο δρόμο, τρέμοντας μήπως και πεταχθεί κάποιο μικρό παιδάκι-λέμε τώρα- ή συνήθως κανένας γέροντας. Δρόμος χωρίς πεζοδρόμια, που οι τουρίστες χρησιμοποιούν και ως δρόμο περιπάτου και κινδυνεύουν κάθε στιγμή να παρασυρθούν.
Και φθάνεις, επιτέλους, στο Πεταλίδι και λες «άντε και φθάσαμε», αλλά φευ… το λεωφορείο του ΚΤΕΛ έχει σταματήσει και ο γέροντας προσπαθεί να επιβιβαστεί με τα μπαγκάζια του.
Στωικά περιμένεις πάνω από πέντε λεπτά για να ανασάνεις και να ξεκινήσεις.
Στο μεταξύ, έχει πιάσει βράδυ και με δυσκολία βλέπεις τα όρια του δρόμου, αφού οι άσπρες γραμμές έχουν σβηστεί και η προμήθεια χρώματος που μας υποσχέθηκε ο αρμόδιος αντιπεριφερειάρχης αργεί πάρα πολύ. Ευτυχώς, βεβαίως, που πέρασε το καλοκαίρι και δεν έχουμε και τους εξ Αθηνών οδηγούς, που κάνουν σαν το σκύλο που λύνουμε.
Και επιτέλους, φθάνοντας στην Καλαμάτα, νιώθεις την ανάγκη να περάσεις από την εκκλησία της γειτονιάς σου να ανάψεις ένα κεράκι και να ευχαριστήσεις τον Πανάγαθο που για ακόμα μια φορά τη σκαπούλαρες.
Και για να μη με πείτε τοπικιστή, τα ίδια συμβαίνουν και στο δρόμο της Μάνης και στο δρόμο της Πύλου και στο δρόμο της Μεθώνης, αλλά και σε ολόκληρο το δίκτυο του νομού.
Γι’ αυτό σας λέω, κάτι μου συμβαίνει τελευταία, δε δικαιολογείται διαφορετικά. Από τη μια να μου λένε ότι φτιάχνουν παλάτια και από την άλλη εγώ να ζω ακόμα σε ξελόντζα…