Ποιος πολεμάει το μεσσηνιακό ελαιόλαδο;
Του Πέτρου Α. Τσώνη
Το θέμα σχετικά με τον ισχυρισμό υγείας στην ετικέτα του ελαιολάδου τείνει να πάρει μορφή ταινίας του Χόλυγουντ, με παρασκήνιο που δύσκολα μπορεί κανείς να καταλάβει και με τεράστια συμφέροντα που διακυβεύονται.
Παίζει, άραγε, η ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης παιχνίδια εις βάρος του κορυφαίου αγροτικού εθνικού προϊόντος;
Όσο και αν αυτό φαίνεται αδιανόητο, τα στοιχεία που παρουσιάζουμε μας κάνουν να αγανακτούμε. Ας πάρουμε, όμως, την ιστορία με τη σειρά.
Το 2008 η ερευνητική ομάδα του καθηγητή Προκόπη Μαγιάτη στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας ξεκίνησε μια μεγάλη προσπάθεια να καταγράψει τα επίπεδα των υγειοπροστατευτικών συστατικών που βρίσκονται στο ελληνικό λάδι με στόχο να ανιχνεύσει πιθανά πλεονεκτήματα που θα έστελναν το ελληνικό λάδι στην πρώτη θέση παγκοσμίως.
Η ομάδα του πανεπιστημίου, αφουγκραζόμενη τη συζήτηση που είχε ξεκινήσει εκείνη την εποχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την επίσημη αναγνώριση του ρόλου του λαδιού στην υγεία, έκανε ένα πολύ πρωτοποριακό βήμα, πολύ πριν το κάνει καμία άλλη ανταγωνίστρια χώρα.
Η μελέτη είχε να λύσει πολύ δύσκολα επιστημονικά προβλήματα και επιπλέον είχε τη μεγάλη δυσκολία να βρει αντιπροσωπευτικά δείγματα από όλη τη χώρα. Παρά τις μεγάλες δυσκολίες, τα προβλήματα λύθηκαν και η πρώτη επιστημονική ανακοίνωση έγινε στη Μεσσήνη το Φεβρουάριο του 2012, στο πλαίσιο του Ιατρικού συνεδρίου της Μεσσηνίας και παρουσιάστηκε αναλυτικά λίγο αργότερα από το Flash της Μεσσηνίας.
Το Νοέμβριο του 2012 παρουσιάστηκε η πρώτη επιστημονική δημοσίευση σε κορυφαίο περιοδικό της American Chemical Society, που έκανε γνωστή τόσο τη νέα μέθοδο ανάλυσης του ελαιολάδου όσο και τα μέχρι τότε συγκριτικά αποτελέσματα από τις κυριότερες ποικιλίες και περιοχές της Ελλάδας.
Το Δεκέμβριο του 2012 τέθηκε σε εφαρμογή ο κανονισμός 432/2012 της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ρυθμίζει επίσημα το τι ισχυρισμό υγείας μπορεί να αναγράφει ένα ελαιόλαδο στην ετικέτα του και με ποιες προϋποθέσεις. Σύμφωνα με τον κανονισμό αυτό, ένα λάδι μπορεί να επικαλεστεί ισχυρισμό υγείας (health claim) σχετικό με την προστασία του καρδιαγγειακού συστήματος, αν περιέχει περισσότερα από 5 mg υδροξυτυροσόλης, τυροσόλης ή παραγώγων τους στη συνήθη ημερήσια δόση των 20 γραμμαρίων (ή αλλιώς πάνω από 250 mg/Kg).
Οι αναλύσεις έδειξαν ότι τα περισσότερα ελληνικά, και ιδίως τα μεσσηνιακά, λάδια μπορούσαν να εκπληρώσουν αυτή την προϋπόθεση, επειδή περιείχαν μεγάλη ποσότητα από δυο συστατικά που ονομάζονται ελαιοκανθάλη και ελαιασίνη και τα οποία είναι παράγωγα της τυροσόλης και της υδροξυτυροσόλης αντίστοιχα. Είναι οι δύο ουσίες που ευθύνονται για την πικάντικη και πικρή γεύση του καλού φρέσκου λαδιού. Και μόνο με αυτό το στοιχείο θα μπορούσαν άμεσα να βγουν στην αγορά τα πρώτα λάδια από τη Μεσσηνία που θα είχαν αυτό το χαρακτηριστικό και θα έκαναν ένα break through στην παγκόσμια αγορά του λαδιού, τη στιγμή που καμία άλλη χώρα δεν είχε τέτοια διαθέσιμα στοιχεία.
Λίγους μήνες αργότερα γίνεται ερώτηση στη Βουλή για το θέμα αυτό και ιδίως για το ποιος φορέας θα πιστοποιεί τα ελληνικά λάδια ως προς αυτό το τόσο κρίσιμο στοιχείο, το οποίο δεν μπορούσε να παρέχει κανένα ιδιωτικό χημικό εργαστήριο. Την ίδια στιγμή εμφανίστηκαν οι πρώτες εταιρίες που ήταν έτοιμες να βγουν στην αγορά με νέα ετικέτα με ισχυρισμό υγείας και οι οποίες περίμεναν τη στήριξη από τις ελληνικές αρχές. Ενώ όλοι περίμεναν μια κίνηση από το ΥΠΑΑΤ για στήριξη του λαδιού σε μια μοναδική ευκαιρία που δινόταν εν μέσω κρίσης, ο υπουργός κάνει μια ακατανόητη δήλωση στη Βουλή το Μάιο του 2013 ότι οι συγκεκριμένες ουσίες, ελαιοκανθάλη και ελαιασίνη, που χαρακτηρίζουν τα περισσότερα ελληνικά λάδια, δεν αναφέρονται στον κανονισμό και, άρα, η μέτρησή τους δεν ωφελεί σε τίποτα.
Αμέσως ξεκινά μια σειρά ερωτήσεων από ενδιαφερόμενους παραγωγούς τόσο προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και προς τις εθνικές αρχές να δώσουν μια οριστική απάντηση για το θέμα.
Έπειτα από αρκετούς μήνες αναμονής, το Δεκέμβριο του 2013, η υπεύθυνη αρχή που είναι ο ΕΦΕΤ ανατρέπει τη δήλωση του υπουργού και γνωμοδοτεί ότι οι δύο ουσίες μπορούν να προσμετρηθούν για τον ισχυρισμό υγείας και έτσι ανοίγει ο δρόμος για το ελληνικό λάδι.
Ένα μήνα μετά, τον Ιανουάριο του 2014, δημοσιεύθηκε σε έγκριτο διεθνές επιστημονικό περιοδικό η ολοκλήρωση της μελέτης της ομάδας του κ. Μαγιάτη, που για πρώτη φορά παρουσιάζει μια συνολική εικόνα για την ποιότητα του ελληνικού λαδιού όσον αφορά στα υγειοπροστατευτικά χαρακτηριστικά του κανονισμού, με καταγραφή ανά γεωγραφική περιοχή και ποικιλία ελιάς. Στη νέα αυτή μελέτη ενσωματώθηκαν αποτελέσματα από 400 δείγματα λαδιού σχεδόν από όλη την Ελλάδα, αλλά και από σημαντικές ξένες ποικιλίες. Επίσης, συμπεριλήφθηκαν αποτελέσματα που αφορούσαν πλέον όχι μόνο δύο, αλλά τέσσερα συστατικά που περιλαμβάνονται στον κανονισμό: ελαιοκανθάλη, ελαιασίνη, άγλυκο της ελευρωπαΐνης και άγλυκο του λιγκστροσίδη, όλα παράγωγα της τυροσόλης και της υδροξυτυροσόλης.
Στο χάρτη που δημοσιεύτηκε, για πρώτη φορά αποτυπώνεται με νούμερα ένα στοιχείο που αποδεικνύει ότι το μεσσηνιακό λάδι από κορωνέικη ποικιλία κατά μέσο όρο υπερέχει των λαδιών άλλων περιοχών και άλλων ποικιλιών. Αυτό που για χρόνια ακουγόταν ως φήμη, ήρθε η στιγμή να επιβεβαιωθεί με αξιόπιστες επιστημονικές μετρήσεις.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της χαρτογράφησης, ένα εντυπωσιακό εύρημα είναι, επίσης, η μεγάλη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στα ελαιόλαδα από διάφορες ποικιλίες ελιάς και διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Όπως φαίνεται και στο χάρτη, η Μεσσηνία έδειξε την υψηλότερη μέση συγκέντρωση των συγκεκριμένων πολυφαινολών, επιβεβαιώνοντας τη φήμη του μεσσηνιακού ελαιολάδου. Ενδεικτικά, η μέση τιμή που μετρήθηκε (446 mg/Kg) ήταν σχεδόν διπλάσια από το όριο του κανονισμού, ενώ βρέθηκαν και δείγματα με έως και έξι φορές υψηλότερη τιμή. Πολύ ψηλές τιμές καταγράφηκαν σε δείγματα από περιοχές όπως η Αντίπαρος, η Θάσος, η Ζάκυνθος, η Λακωνία και η Κρήτη, ενώ μεγάλη θετική έκπληξη προκάλεσε το λάδι από αγριελιές από διάφορες περιοχές της χώρας. Πρέπει, πάντως, να διευκρινιστεί ότι ο δείκτης ειδικών πολυφαινολών δεν έχει άμεση σχέση με τις ολικές φαινόλες που συνήθως μετρώνται στα ιδιωτικά χημικά εργαστήρια και οι παραγωγοί δε θα πρέπει να τα συγχέουν.
Και ενώ για μια ακόμα φορά οι πρώτοι τυποποιητές ήταν έτοιμοι να βάλουν τις νέες ετικέτες, πλέον με την επίσημη γνώμη του ΕΦΕΤ, έρχονται δυο νέες ερωτήσεις στη Βουλή, το Φεβρουάριο, πάλι για το ίδιο θέμα προς τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης (από Γ. Κασαπίδη και από Φ. Πατριανάκου)-οι Μεσσήνιοι βουλευτές πού ήταν άραγε;-, και ξαφνικά τα πάντα αλλάζουν.
Για λόγους που κανείς ως τώρα δεν έχει εξηγήσει, ο ΕΦΕΤ γνωστοποιεί στους ενδιαφερόμενους ότι η γνωμοδότηση του Δεκεμβρίου δεν ισχύει και ότι θα υποβληθεί εκ νέου ερώτηση προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πιθανότατα για να μην εκτεθεί ο υπουργός.
Μια εβδομάδα αργότερα και έπειτα από συνεχείς ερωτήσεις, η αρμόδια υπάλληλος του ΕΦΕΤ δηλώνει ότι αναγνωρίζει μόνο την ελαιασίνη και όχι την ελαιοκανθάλη μέχρι να δοθεί νέα διευκρίνιση.
Εντυπωσιακή λεπτομέρεια: οι μόνες ποικιλίες που είναι πλούσιες σε ελαιασίνη και όχι σε ελαιοκανθάλη είναι οι κυριότερες ισπανικές ποικιλίες και, φυσικά, καμία ελληνική.
Όπως γίνεται κατανοητό, κάποιοι παίζουν χοντρά παιχνίδια εις βάρος του ελληνικού λαδιού και, κυρίως, του μεσσηνιακού, που θα είχε τον πρώτο ρόλο στο θέμα του ισχυρισμού υγείας.
Μήπως κάποιοι θέλουν να προωθήσουν τα ισπανικά λάδια και να στερήσουν από τα ελληνικά το μεγαλύτερό τους πλεονέκτημα;
Ακόμα και ο πιο αδαής καταλαβαίνει ότι ένα λάδι με πιστοποιημένο ισχυρισμό υγείας θα είχε τρομακτικό πλεονέκτημα απέναντι στους ανταγωνιστές του και σίγουρα θα μπορούσε να έχει πολύ υψηλότερη τιμή.
Αντί, λοιπόν, οι ελληνικές αρχές να στηρίξουν το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του ελληνικού λαδιού, δημιουργούν αδικαιολόγητα ένα περιβάλλον ασάφειας που καθηλώνει κάθε προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι ο κανονισμός δεν είναι απολύτως σαφής, η κάθε χώρα έχει κάθε λόγο να ερμηνεύσει τον κανονισμό προς το συμφέρον της και όχι να στρέφεται εναντίον του ίδιου της του εαυτού.
Ποιος κερδίζει από αυτή την ιστορία; Προφανώς, κάποιοι που δε θέλουν να εμφανιστεί μια καινούργια κατηγορία λαδιών και ούτε θέλουν να δουν να αυξάνει η αξία του προϊόντος στα χέρια του παραγωγού. Τεράστιο ερωτηματικό, ο ρόλος του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός, που κατάγεται από τη Μεσσηνία, έχει πάμπολλες φορές μιλήσει για το μεσσηνιακό λάδι, αλλά, δυστυχώς, η κυβέρνησή του αδυνατεί να στηρίξει το σημαντικότερο προϊόν της χώρας.
Επιστημονικά, κάποια στιγμή οι ευρωπαϊκές αρχές θα δώσουν την σχεδόν αυτονόητη διευκρινιστική απάντηση, μέχρι τότε όμως θα έχει ίσως χαθεί μια μεγάλη ευκαιρία για το ελληνικό και ιδίως το μεσσηνιακό λάδι.
Πάντως, η έρευνα συνεχίζεται και ήδη έχουν βρεθεί λάδια με τέτοιο πλούσιο περιεχόμενο σε πολυφαινόλες που, όπως και αν ερμηνευθεί ο κανονισμός, τον ικανοποιούν. Ήδη οι πρώτες φιάλες με ελληνικό λάδι με ισχυρισμό υγείας είναι έτοιμες για κυκλοφορία.
Πολύ πιθανό σύντομα τα λάδια αυτής της κατηγορίας να τα δούμε να διακινούνται στο χώρο του φαρμακείου ως συμπληρώματα διατροφής, αρμοδιότητας πλέον του ΕΟΦ και όχι του ΕΦΕΤ.