του Πέτρου Α. Τσώνη
Κάθε Ιούλιο μου έρχονται στο νου εικόνες από το χθες.
Θυμάμαι με νοσταλγία τις θημωνιές γύρω γύρω από το χωριό, την αλωνιστική μηχανή, τα μπαλιαστικά, ένα πανηγύρι δηλαδή της μικρής μας κοινωνίας.
Ήταν η εποχή που η χώρα μας παρήγαγε τα πάντα.
Διαβάζω στο «Μεσσηνιακό Ημερολόγιο» του Διονύσιου Ι. Βογόπουλου (Αθήναι 1951): «Η μεταπολεμική γεωργική παραγωγή του Νομού Μεσσηνίας από Απρίλιο 1947 μέχρι και Μάρτιο 1948, παρουσιάζεται ως εξής εις οκάδας:
Σίτος 7.300.000, Κριθή 800.000, Βρώμη 950.000, Σμιγός 2.600.000, Αραβόσιτος 2.000.000, Όρυζα 3.000.000, Φασίολοι ξηροί 400.000, Φακή 100.000, Αραχίς 300.000, Βάμβαξ 28.000, Λίνον 25.000, Λούπινα 2.500.000, Έλαιον 8.000.000, Ελαίας 200.000, Σταφίς 11.000.000, Σύκα ξηρά 10.000.000, Λεμόνια τεμάχια 8.000.000…
…Γάλα 8.000.000, Τύρος μαλακός 150.000, Σφέλα 400.000, Βούτυρον 10.000, Μέλι 30.000, Ωά τεμάχια 8.000.000.
Ζώα: Ίπποι και Φοράδες 6.200, Ημίονοι 1.700, Όνοι 10.000, Βόες 2.300, Αγελάδες 2.800, Πρόβατα 90.000, Αίγες 50.000, Χοίροι 40.000, Ορνιθοειδή 250.000, Κόνικλοι 5.000». Και ύστερα ήρθε η μετανάστευση (εσωτερική και εξωτερική), η ύπαιθρος εγκαταλείφθηκε, τα χωριά ερήμωσαν.
Οι καλλιέργειες εγκαταλείφθηκαν, οι χωματερές γέμισαν, οι εισαγωγές ξεκίνησαν. Οι επιδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση εκμαύλισαν τους εναπομείναντες Έλληνες αγρότες, που άρχισαν να ζουν το όνειρό τους.
Θυμηθείτε την ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Όλα είναι δρόμος», όπου ο πρωταγωνιστής (Αρμένης), αγρότης στο επάγγελμα, για τα μάτια της Βόρειας γκόμενας τα σπάει όλα, μέχρι ακόμη και αυτό το κτίριο στο πουθενά που στεγάζει το σκυλάδικο με το χαρακτηριστικό όνομα «Βιετνάμ».
«Ηλία, ρίχτο», κραυγάζει στο χειριστή του μηχανήματος.
Το «Βιετνάμ» έπεσε και μαζί του έπεσε και η Ελλάδα.
Καταστράφηκε η παραγωγή της, παρήκμασε η οικονομία της. Όλο το ποσό των αγροτικών επιδοτήσεων επιστρέφεται κάθε χρόνο στους Ευρωπαίους για να εισάγουμε κρέας και ζωοτροφές.
Τα ράφια των υπεραγορών γέμισαν με εισαγόμενα φρούτα και λαχανικά, μέχρι σκόρδα από την Κίνα μάς έφεραν.
Και μετά υπάρχουν κάποιοι που αναρωτιούνται πώς φθάσαμε ως εδώ.
Η γη έσωσε πολλές φορές ετούτη τη χώρα. Μάλλον ήρθε η ώρα να τη σώσει για μια ακόμη φορά. Η Ελλάδα δε θα έχει κανένα πρόβλημα, όταν καλλιεργηθεί και η τελευταία πεζούλα.