Δέκα χρόνια λειτουργίας
Της Δρος Ξένης Αραπογιάννη
Επίτιμης Εφόρου Αρχαιοτήτων, διευθύντριας των ανασκαφών της Αρχαίας Θουρίας
Στις 14 Ιουνίου του τρέχοντος έτους συμπληρώθηκαν ακριβώς δέκα χρόνια από την ημέρα εγκαινίων και την έναρξη λειτουργίας του Αρχαιολογικού Μουσείου Μεσσηνίας στην Καλαμάτα το 20091.
Τα εγκαίνια του νέου Μουσείου έγιναν με μεγάλη λαμπρότητα, παρουσία της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Πολιτισμού και με τη συμμετοχή των τοπικών Αρχών, εξεχόντων μελών της επιστημονικής κοινότητας και ενώπιον πλήθους κόσμου της μεσσηνιακής πρωτεύουσας2.
Το κτίριο του Μουσείου βρίσκεται στην καρδιά του Ιστορικού κέντρου της Καλαμάτας, σε μικρή απόσταση βόρεια του βυζαντινού ναού των Αγίων Αποστόλων, εκεί που παλιά βρισκόταν η Δημοτική Αγορά της πόλης, που κατακλυζόταν καθημερινά από το πολύβουο πλήθος των εμπόρων και των πελατών, πολλοί από τους οποίους έρχονταν από τα χωριά για να κάνουν τις αγορές τους στην πρωτεύουσα του νομού (εικ. 1)
Η Δημοτική Αγορά Καλαμάτας κατασκευάστηκε το 1929 και υπήρξε ένα εμβληματικό κτίριο, συνδεδεμένο άρρηκτα με την καθημερινή ζωή των κατοίκων. Ο χώρος, ζωντανός και φιλόξενος, αποτέλεσε το κεντρικό σημείο της εμπορικής δραστηριότητας της Καλαμάτας, ως το 1986, όταν ο καταστροφικός σεισμός προκάλεσε σοβαρές ζημιές στο κτίριο, το οποίο περιήλθε σε ερειπιώδη κατάσταση και αναγκαστικά εγκαταλείφθηκε.
Το χρονικό της ιδρύσεως
Το 1998, ο Δήμος Καλαμάτας παραχώρησε το χώρο της παλιάς Δημοτικής Αγοράς στο υπουργείο Πολιτισμού, για την ίδρυση Αρχαιολογικού Μουσείου. Την ίδια χρονιά με σχετική Υπουργική Απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού, εγκρίθηκε η μελέτη ανακατασκευής του παλιού κτιρίου, προκειμένου να μετατραπεί σε Μουσείο με στόχο την ανάδειξη της ιστορίας της Μεσσηνίας διαχρονικά, από την απώτατη προϊστορία έως και τα βυζαντινά χρόνια. Η επισκευή του κτιρίου ολοκληρώθηκε το έτος 2004, ενώ ήδη από το 2005 ξεκίνησε η πολυεπίπεδη διεπιστημονική εργασία για την προετοιμασία της αρχαιολογικής έκθεσης.
Το Μπενάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο (εικ. 2)
Το υπέροχο ιστορικό διατηρητέο κτίριο, που κοσμεί το ιστορικό κέντρο της Καλαμάτας, ανήκει στο 18ο αιώνα (1742) και δωρίστηκε το 1962 στην Αρχαιολογική Υπηρεσία από την οικογένεια του Αντώνη Μπενάκη, προκειμένου να λειτουργήσει ως Αρχαιολογικό Μουσείο3. Η πρώτη αρχαιολογική έκθεση άνοιξε το 1971 και διήρκεσε έως το 1986, όταν ο μεγάλος σεισμός προκάλεσε καταστροφές τόσο στο κτίριο όσο και στις αρχαιότητες που φιλοξενούσε.
Η επισκευή και αποκατάσταση του κτιρίου, που πραγματοποιήθηκε από τις αρμόδιες Διευθύνσεις του υπουργείου Πολιτισμού, διήρκεσε πέντε χρόνια (1988-1992) και το 1995 το μουσείο άνοιξε και πάλι τις πύλες του με την επανέκθεση των αρχαιοτήτων (κυρίως γλυπτών, ψηφιδωτών και αρχιτεκτονικών μελών), στο ισόγειο του κτιρίου.
Πέντε χρόνια αργότερα, το έτος 2000, έγιναν τα επίσημα εγκαίνια ολόκληρου του Μουσείου, που αναπτυσσόταν σε δύο ορόφους: το ισόγειο και το β΄ όροφο. Στις τέσσερις εκθεσιακές αίθουσες του β΄ ορόφου εκτέθηκαν αρχαιολογικά ευρήματα από τις μεγάλες ανασκαφές της Μεσσηνίας, που κάλυπταν τη χρονολογική περίοδο από τους προϊστορικούς χρόνους έως την ρωμαϊκή εποχή (εικ. 3)
Στον ενδιάμεσο α΄ όροφο οργανώθηκε αίθουσα εκδηλώσεων και στεγάστηκαν τα γραφεία του επιστημονικού προσωπικού του Μουσείου. Η αρχαιολογική έκθεση του Μπενάκειου Μουσείου υπήρξε υποδειγματική, δεδομένου ότι απευθυνόταν στο ευρύ κοινό, διαθέτοντας άφθονο εποπτικό και πληροφοριακό υλικό (προπλάσματα, αντίγραφα, σχεδιαστικές αναπαραστάσεις) και ταυτόχρονα είχε χαρακτήρα εκπαιδευτικό και διδακτικό ώστε να είναι προσιτή σε παιδιά και νέους4.
Ωστόσο, τα σοβαρά λειτουργικά προβλήματα, όπως η έλλειψη κλιματισμού και η αδυναμία πρόσβασης των ΑΜΕΑ, καθώς και η περιορισμένη χωρητικότητα του μουσείου, επέβαλαν γρήγορα την ανάγκη της ίδρυσης ενός νέου Αρχαιολογικού Μουσείου σύγχρονων προδιαγραφών στην Καλαμάτα.
Το έτος 2005, με Υπουργική Απόφαση του ΥΠΠΟ, ορίστηκε η μεταφορά της μόνιμης αρχαιολογικής έκθεσης από το κτίριο του Μπενάκειου Αρχαιολογικού Μουσείου στο ανακαινισμένο πλέον κτίριο της παλιάς Δημοτικής Αγοράς Καλαμάτας.
Το Μπενάκειο Μουσείο συνέχισε να λειτουργεί ως το Νοέμβριο του 2008, οπότε έκλεισε οριστικά, αφού όλα τα εκθέματα απομακρύνθηκαν από τους εκθεσιακούς χώρους, σε μια γιγαντιαία επιχείρηση της Εφορείας Αρχαιοτήτων, συσκευάστηκαν και μεταφέρθηκαν στο καινούργιο Μουσείο, όπου άρχισε η διαδικασία της επανασυντήρησής τους και της εξονυχιστικής τους μελέτης, προκειμένου να πλαισιώσουν τη νέα αρχαιολογική έκθεση5.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας
Το νέο κτίριο, που χωρίζεται από το Μπενάκειο μόνο με ένα στενό, λιθόστρωτο πεζόδρομο, ακολουθεί σε γενικές γραμμές τη δομή της παλιάς αγοράς, με τους μικρούς χώρους γύρω από το κεντρικό, ευρύχωρο αίθριο, που σήμερα αποτελεί τον εκθεσιακό χώρο του Μουσείου, φιλοξενώντας αρχαιότητες από κάθε γωνιά της μεσσηνιακής γης.
Οι βοηθητικοί χώροι που περιβάλλουν την εκθεσιακή αίθουσα διαμορφώθηκαν σε εργαστήρια συντήρησης αρχαίων και προορίστηκαν για λειτουργικές χρήσεις του μουσείου, ενώ τα υπόγεια μετατράπηκαν σε μεγάλες, σύγχρονων προδιαγραφών αποθήκες, όπου συγκεντρώθηκε και ταξινομήθηκε το τεράστιο πλήθος των αρχαίων ευρημάτων από τις ανασκαφές στη Μεσσηνία.
Το Μουσείο διαθέτει εκδοτήριο εισιτηρίων και πωλητήριο, ενώ δύο μεγάλες αίθουσες στην ανατολική πτέρυγα του κτιρίου διαμορφώθηκαν σε φιλόξενους χώρους για τη διενέργεια εκπαιδευτικών προγραμμάτων και πολιτιστικών εκδηλώσεων, καθώς και για τη λειτουργία περιοδικών εκθέσεων (εικ. 4).
Στη συλλογή του νέου Μουσείου ενσωματώθηκε όλο το αρχαιολογικό υλικό που πλαισίωνε την παλιά έκθεση του Μπενάκειου, ενώ προστέθηκε μεγάλος αριθμός νέων σημαντικών ευρημάτων, τα οποία ουδέποτε είχαν παρουσιαστεί στο κοινό, παραμένοντας στις αποθήκες των μουσείων. Μεταξύ των εκθεμάτων ξεχωρίζουν μοναδικής τέχνης και αρχαιολογικής αξίας αρχαία αντικείμενα καθώς και πολλά πολύτιμα σπάνια ευρήματα (εικ. 5, 6, 7, 8).
Στην έκθεση παρουσιάζονται και αντιπροσωπευτικά αρχαία ευρήματα από σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους του νομού, που μολονότι διαθέτουν δικά τους μουσεία (Αρχαιολογικό Μουσείο Χώρας, Πύλου και Μεσσήνης) αρμόζει να εκπροσωπηθούν και στο ΑΜΜ. (εικ. 9)
Η έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Μεσσηνίας χαρακτηρίζεται για την καινοτόμο μουσειολογική αντίληψη, που προβλέπει την παρουσίαση των αρχαιοτήτων κατά γεωγραφικές ενότητες, στις οποίες αντιπροσωπεύονται αρχαιότητες από την Προϊστορική Εποχή έως τους Βυζαντινούς Χρόνους, δίνοντας έτσι στον επισκέπτη τη δυνατότητα να αποκτά σφαιρική αντίληψη της πολιτισμικής εξέλιξης κάθε περιοχής διά μέσου των αιώνων.
Επιγραμματικά οι τέσσερις ενότητες φέρουν τους εξής τίτλους:
- Επαρχία Καλαμάτας: Αρχαιότητα και Βυζάντιο στη σκιά του Ταϋγέτου (εικ. 10)
- Επαρχία Μεσσήνης: Η εύφορη ενδοχώρα της Μεσσηνίας με την πρωτεύουσα του μεσσηνιακού κράτους (εικ. 11)
- Επαρχία Πυλίας: Θολωτοί τάφοι και μεγάλα κάστρα σε ένα τοπίο μοναδικό (εικ. 12)
- Επαρχία Τριφυλίας: Το κέντρο του ομηρικού βασιλείου του Νέστορος (εικ. 13).
Η αρχαιολογική έκθεση πλαισιώνεται από πλουσιότατο πληροφοριακό και εποπτικό υλικό, καθώς και από δύο προβολές καλλιτεχνικών βίντεο που είναι αφιερωμένα στις δύο φυσικές δυνάμεις που κυριαρχούν στη Μεσσηνία: τη γη με το φαινόμενο των σεισμών και το νερό με τις επιδράσεις του στη γεωμορφολογία της περιοχής.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας αποτελεί έναν ζωντανό πολιτιστικό οργανισμό, που εξ αρχής σχεδιάστηκε για να διαδραματίσει πολυεπίπεδο και ενεργητικό ρόλο στο πλαίσιο της σύγχρονης ζωής της πόλης.
Τα τρία ανακαινισμένα ιστορικά κτίρια της Καλαμάτας, το Μπενάκειο, το Αρχαιολογικό Μουσείο της πρώην Δημοτικής Αγοράς και ο ναός των Αγίων Αποστόλων, αποτελούν τον πολιτιστικό πυρήνα, «σήμα κατατεθέν» της πόλης, που σφύζει από ζωή, συγκεντρώνοντας το ενδιαφέρον των ξένων επισκεπτών όλων των ηλικιών, αλλά και των ίδιων, των μονίμων κατοίκων της.
Η εξωστρέφεια του Μουσείου υπογραμμίστηκε με τη δημιουργία ιστοσελίδας (www.archmusmes.gr), ενώ οι ποικίλες πολιτιστικές εκδηλώσεις και τα εκπαιδευτικά προγράμματα συνέβαλαν στην προσέλκυση επισκεπτών διαφόρων κατηγοριών, καθιστώντας το Μουσείο κεντρικό σημείο αναφοράς στη ζωή των πολιτών ως χώρος γνώσης του αρχαιολογικού και ιστορικού παρελθόντος, αλλά και τόπος ψυχαγωγίας και πολιτισμού.
Η προετοιμασία και οργάνωση
της αρχαιολογικής έκθεσης
Η δημιουργία του Αρχαιολογικού Μουσείου οφείλεται σε μια μακροχρόνια διαδικασία προετοιμασίας, που διήρκεσε από το 2005 έως το 2009, με βάση συγκεκριμένες μουσειολογικές και μουσειογραφικές αρχές, και με τη συμμετοχή ικανότατου προσωπικού διαφόρων ειδικοτήτων, που εργάστηκε άοκνα, με μοναδική αφοσίωση για την επίτευξη του στόχου μας6.
Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών προετοιμασίας της έκθεσης, έγινε επιλογή, ταξινόμηση και ψηφιοποίηση των εκθεμάτων, σύνταξη της μουσειολογικής και μουσειογραφικής μελέτης, αρχαιολογική μελέτη των προς έκθεση αρχαίων ευρημάτων και συγγραφή – επεξεργασία των πληροφοριακών κειμένων και των λεζαντών. Επίσης, έγινε συγκέντρωση και λεπτομερής επεξεργασία του εποπτικού υλικού και πραγματοποιήθηκαν όλες οι απαιτούμενες υλικοτεχνικές εργασίες για το στήσιμο της έκθεσης. Στο τελευταίο στάδιο δημιουργίας του Μουσείου έγινε ο σχεδιασμός των επικουρικών στοιχείων της μόνιμης έκθεσης, που περιλάμβανε εκπαιδευτικά προγράμματα, ενημερωτικό φυλλάδιο, ψηφιακές εφαρμογές και ψηφιακό παράθυρο, το οποίο ανοίχθηκε στη βόρεια πλευρά του κτιρίου (εικ. 14)
Οι εκθεσιακές εργασίες εντατικοποιήθηκαν κατά το τελευταίο έτος προετοιμασίας του μουσείου, όταν έγινε η ένταξη του έργου στο Γ΄ΚΠΣ και εξασφαλίστηκαν οι απαραίτητες πιστώσεις. Ο χώρος του Μουσείου μετατράπηκε σε ένα απέραντο εργοτάξιο όπου ένα πλήθος ειδικευμένων επιστημόνων (αρχαιολόγοι, αρχιτέκτονες, μουσειολόγοι), τεχνικών, συντηρητών, εργατοτεχνιτών, διοικητικών, λογιστών και αρχαιοφυλάκων, εργάζονταν συντονισμένα, συχνά χωρίς ωράριο, υπό την καθοδήγηση της επιστημονικής ομάδας εργασίας του ΥΠΠΟ και των προϊσταμένων των Εφορειών Αρχαιοτήτων, για την επίτευξη του άρτιου από κάθε άποψη αποτελέσματος, το οποίο απολαμβάνει σήμερα ο επισκέπτης (εικ. 15)
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας αποτελεί ένα πολύτιμο απόκτημα για την πόλη της Καλαμάτας, αφού μέσω των αρχαίων εκθεμάτων του, αναδύεται η αρχαιολογική ταυτότητα ολόκληρης της Μεσσηνίας και των κατοίκων της δια μέσου των αιώνων (εικ. 16)
1 Η Ξένη Αραπογιάννη διετέλεσε διευθύντρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ολυμπίας (1990 – 2006) και διευθύντρια της ΛΗ΄ Εφορείας Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας (2006 – 2011) και υπήρξε υπεύθυνη για τις δύο επανεκθέσεις στο Μπενάκειο Μουσείο Καλαμάτας (1995 και 2000) και για την έκθεση αρχαιοτήτων στο νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας (2009)
2 Χάρις στο προσωπικό ενδιαφέρον του τότε υπουργού Πολιτισμού κ. Α. Σαμαρά, εξασφαλίστηκε η γενναία χρηματοδότηση για την ολοκλήρωση των τελικών εργασιών επενέκθεσης του Μουσείου. Το έργο συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από το Γ΄ ΚΠΣ και περιείχε δύο υποέργα: 1. Οργάνωση της μόνιμης έκθεσης Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και 2. Οργάνωση της μόνιμης έκθεσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων
3 Ξ. Αραπογιάννη, Μπενάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο Καλαμάτας, περιοδικό «Αρχαιολογία και Τέχνες» τ. 96, Σεπτέμβριος 2005, 103- 106
4 Καθοριστική υπήρξε η συμβολή της αρχαιολόγου – μουσειολόγου Ανδρομάχης Γκαζή τόσο στη μουσειογραφική αντίληψη και όσο και στην εκπαιδευτική οργάνωση του Μουσείου
5 Στους χώρους του Μπενάκειου κτιρίου στεγάστηκαν έκτοτε τα γραφεία της νεοσύστατης ΛΗ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας, η οποία ιδρύθηκε το έτος 2006 με έδρα την Καλαμάτα
6 Για τη δημιουργία του Μουσείου συνεργάστηκαν τρεις υπηρεσίες του ΥΠΠΟ: η Διεύθυνση Μουσείων, Εκθέσεων και Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων (ΔΜΕΕΠ), η ΛΗ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας και η 26η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Καλαμάτας
Leave feedback about this