Του Στυλιανού Γρ. Παπαντώνη
Συνταξιούχου Δάσκαλου
Στάθηκα τυχερός να ξεκινήσω τη θητεία μου από την όμορφη, γόνιμη και φιλόξενη Μεσσηνία.
Αρχές δεκαετίας του ’60 διορισμός στην Εκπαιδευτική Περιφέρεια Πυλίας με έδρα την ιστορική Πύλο. Εμφάνιση στον Επιθεωρητή: 10-5-62. Ορκωμοσία και αμέσως εντολή για την περιοχή Κορώνης. Υπηρεσία για λίγο (11-5-62 έως 30-6-62) στο 1/θεσιο Δημοτικό Σχολείο Καπλανίου. Με την έναρξη του σχ. Έτους ’62-63 οριστική τοποθέτηση στο 1/θεσιο Δημοτικό Σχολείο Ακριτοχωρίου, στο οποίο (με εξαίρεση ένα χρόνο κατά τον οποίο είχα αποσπαστεί στην Αθήνα) υπηρέτησα ως το τέλος του σχολικού έτους 1964-65.
Ακριτοχώρι! Έτσι ονομάστηκε το χωριό με νόμο του ελληνικού κράτους το 1927 σε μια προσπάθειά του να εξελληνίσει τα ξενόγλωσσα τοπωνύμια. Η νέα, για τότε, ονομασία του χωριού ήταν δηλωτική της, όντως, γειτνίασής του με τη βραχώδη απόληξη της μεσσηνιακής χερσονήσου, με τον ονομαστό Ακρίτα. Ωστόσο, μάλλον άστοχη υπήρξε, εφ’ όσον αγνόησε την ιστορία του χωριού, που, ψάχνοντας κανείς, συναντάει το Γρίζι σε ενετικούς χάρτες. Μια, μάλιστα, πληροφορία που πήρα από τον καλό μου φίλο, τον Γριζαίο Βαγγέλη Δ. Σαλαντή και περιέχεται σε απογραφή του 1520, αναφέρει το Γρίζι με 28 κατοίκους. Την πληροφορία έδωσε στον Βαγγέλη ο φιλόλογος κ. Κούβελας Γεώργιος με γριζαίικες ρίζες κι αυτός.
Έτσι το χωριό έχει δύο ονόματα: ένα… γραφειοκρατικό και ένα ιστορικό. Προτιμώ το δεύτερο… Συμπληρώθηκαν πια πενήντα χρόνια από τότε και όμως ποτέ δε λησμόνησα το όμορφο χωριό και τους καλούς ανθρώπους του. Όμορφα εκείνα τα χρόνια στ’ αλήθεια!
Δυσκολίες, βέβαια, υπήρξαν πολλές και σε σχέση με τη δουλειά μου: άπειρος μονοθεσίτης δάσκαλος, με 39 τρυφερές υπάρξεις που περίμεναν από το δάσκαλο να τις βοηθήσει να βρουν το δρόμο τους προς την ωρίμανση και τη θεμελίωση της κατοπινής τους πορείας. Αλλά δυσκολίες υπήρξαν και ως προς τις συνθήκες διαβίωσης: εργένης σε μικρό χωριό.
Αντίβαρο, όμως, γι’ αυτές τις δυσκολίες στάθηκε το νεαρό της ηλικίας μου και η αισιόδοξη σκέψη για το μέλλον, μα πιο σημαντικός παράγοντας γαλήνης για μένα στάθηκε η ολόθερμη υποδοχή και αποδοχή, η εγκάρδια φιλική σχέση των Γριζαίων – μικρών και μεγάλων – που αποτελούσαν τη σφύζουσα από ζωή και δράση τοπική κοινωνία, μια κοινωνία με ισχυρούς αρμούς με σύνολο περίπου τριακοσίων ψυχών. Τα σόγια των Γριζαίων, αλφαβητικά:
Αγγελόπουλος – Κοσμάς – Κούβελας – Μουτζούρης – Σαλαντής – Τομαράς – Τσώνης (το επικρατέστερο σε πληθυσμό) και Χριστοφιλόπουλος. Πρόεδρος κοινότητας ο Τσώνης Αναστάσιος, Γραμματέας ο Τσώνης Παναγιώτης.
Σ’ αυτή, λοιπόν, την πολύβουη Κυψέλη (έτσι, σκεπτόμουν, θα ταίριαζε να ονομάζεται το χωριό) με πολλή αγάπη αφιερώνονται τούτες οι γραμμές. Έτσι και τόσο αργά! Ίσως, μάλιστα, η συμπλήρωση μισού αιώνα από την ωραία εκείνη εποχή έχει και το θετικό στοιχείο της αποφόρτισης από το συναισθηματισμό και τις έντονες συγκινήσεις.
Ονόμασα Κυψέλη το γραφικό Γρίζι και το εννοώ, εφ’ όσον όλοι εργάζονται αδιάκοπα στους ελαιώνες, στ’ αμπέλια, στις σταφίδες, στα περιβόλια, καθώς στη φροντίδα των οικόσιτων ζώων τους. Αγώνας σκληρός, από το χάραμα ως το νύχτωμα. Όλοι! Ποτέ δεν ξεχνώ και των γερόντων τη συμμετοχή στην οικογενειακή βιοπάλη. Δίχως καμία πρόθεση να αδικήσω κανέναν χωριανό, ας μου επιτραπεί ν’ αναφερθώ ονομαστικά σ’ ένα συμπαθέστατο γεροντάκι, τον μπαρμπα – Γιώργη Τσώνη (πατέρας του Κυριάκου και παππούς του Γιώργη και του Γιάννη).
Πρώτος, λοιπόν, κάθε πρωί ο σεβαστός παππούς περνούσε μπροστά από το σχολείο τραβώντας από το σχοινί την πιο δύστροπη κατσίκα του, ενώ πίσω ακολουθούσαν 5-6 ακόμη καλοθρεμμένα ζωντανά. Με καλημέριζε γελώντας και μου ’λεγε πάντα: Δάσκαλε, πάω να βγάλω κι εγώ τη φέτα μου. Και σαν έφευγαν και οι τελευταίοι για τον κάμπο ή τους γύρω λόφους και άρχιζε των παιδιών το μάθημα, η κυκλοφορία στους δρόμους του χωριού σταμάταγε τελείως και η Κυψέλη έμενε βουβή!
Πάντα θυμάμαι την κατάπληξη που ένιωσε ένας άγνωστος επισκέπτης (Αθηναίος δήλωσε), όταν ένα γλυκό φθινόπωρο κοντομεσήμερο παρκάρισε το αυτοκίνητό του μπροστά στο σχολείο, έξω ακριβώς από την πόρτα. Εμείς μέσα τη δουλειά μας κι εκείνος ενεός παρακολουθούσε το άδειο χωριό. Βγήκα στην πόρτα να ιδώ μήπως θέλει κάτι. Όχι, δεν ήθελε. Μόνο με ρώτησε: «Δεν υπάρχει κανείς εδώ;». Τον διαβεβαίωσα πως είχε βρεθεί σ’ ένα χωριό ολοζώντανο και νοικοκυρεμένο και αν ήθελε να το διαπιστώσει, ας περίμενε ως αργά το δειλινό που οι μικροί θα σχόλαζαν και οι μεγάλοι θα γύριζαν αποσταμένοι… Εκείνες τις ώρες άρχιζε πάλι το μελισσολόι να βουίζει. Οι άντρες φρόντιζαν τα οικόσιτά τους, ενώ οι γυναίκες στην κουζίνα φρόντιζαν το βραδινό και συμμάζευαν τα σπιτικά τους. Πρέπει να τονίζουμε εδώ πως αυτός ο σκληρός αγώνας όλων είχε ως αποτέλεσμα την προκοπή τους και την εξασφάλιση ζηλευτής πλήρους σχεδόν αυτάρκειας στα απαραίτητα.
Και όταν έπεφτε το σούρουπο, «ζωντάνευαν» τα μικρομάγαζα του χωριού, τα γνωστά μικρά παντοπωλεία και καφενεία μαζί. Το Γρίζι διέθετε τρία καφεπαντοπωλεία εκείνο τον καιρό (Κούβελας – Σαλαντής – Τσώνης). Τα τρία στέκια των Γριζαίων. Προσωπικά απολάμβανα την ευχάριστη συντροφιά των χωριανών! Όλοι τους καταδεκτικοί, καλοί ομιλητές και έξοχοι χωρατατζήδες. Τα μεταξύ τους πειράγματα μ’ έναν ξεχωριστό τρόπο, μ’ ένα ανεπιτήδευτο χιούμορ, χρησίμευαν, θαρρείς, ως γιατρικό για τον καθημερινό μόχθο τους. Εκείνες δε οι αφηγήσεις των ενηλικιωμένων αποτελούσαν πολύτιμες πηγές γνώσης…
Η εκκλησία του χωριού, ο αφέντης Αϊ – Δημήτρης, απλή μα πάντα περιποιημένη και καθαρή. Λειτουργός ο σεβάσμιος παπα – Βασίλης Μπλάνας. Κάθε Κυριακή ή γιορτή η εκκλησία γέμιζε. Το αποκορύφωμα, βέβαια, ήταν την ημέρα που γιόρταζε ο Άγιος (26 Οκτωβρίου), οπότε εκτός από τους ντόπιους συγκεντρώνονταν πλήθη από τα γύρω χωριά. Καπλάνι – Υάμεια – Φοινικούντα – Τσωναίικα (Γριζόκαμπος) – Βασιλίτσι – Χρυσοκελαριά… Ήταν η τιμητική του Αγίου και του χωριού.
Μετά την απόλυση άρχιζαν στην αυλή της εκκλησίας τα κεράσματα με τα τραγανά παστελάκια, για ν’ ακολουθήσουν άλλα κεράσματα, κυρίως μαστίχα, ρακί, ούζο, στα μαγαζιά και να καταλήξουν το μεσημέρι στα σπίτια, όπου ντόπιοι και ξενοχωρίτες, συγγενείς και φίλοι των Γριζαίων από τα γύρω χωριά, τρωγόπιναν και γλεντούσαν όμορφα.
Αλλά οι φίλοι Γριζαίοι διασκέδαζαν με κάθε ευκαιρία. Σε αρραβωνιάσματα, σε γάμους, σε ονομαστικές εορτές, αλλά και κάποτε και χωρίς ιδιαίτερο λόγο στα μαγαζιά παρέες χωριανών το στήνανε στο τραγούδι και στο χορό κουτσοπίνοντας.
Πολύ διασκέδαζαν, επίσης, με το «άνοιγμα» του τριωδίου, οπότε είχαν τα περίφημα γουρνοσφαξίματα. Κάθε σπίτι είχε το χοιρινό του θρεμμένο με καθαρές τροφές, προορισμένο μαζί μ’ άλλο ένα, που σφαζόταν το καλοκαίρι, να εξασφαλίζει, σε μεγάλο βαθμό, το κρέας της οικογένειας για όλη τη χρονιά. Αυτή η διαδικασία (σφαγή και συσκευασία του χοιρινού κρέατος) ήταν αρκετά κοπιαστική, ενώ παράλληλα συγκέντρωνε τους χωριανούς κατά σόγια και σφυρηλατούσε τις μεταξύ τους σχέσεις. Έτσι, υπήρχε συμπόνια, υπήρχαν δεσμοί, που τους σέβονταν όλοι. Θυμάμαι που έλεγαν: «με την οικογένεια του τάδε είμαστε συγγενείς, αφού καλούμαστε σε γάμους και χαρές».
Αλλά και κατά τις πικρές ώρες της αρρώστιας και του θανάτου η συσπείρωση και η συμπαράσταση προς τους έχοντες ανάγκη ήταν μεγάλη και, φυσικά, πιο ισχυρή από την αντίστοιχη (συσπείρωση) σε περιπτώσεις χαράς.
Αυτή η καθημερινότητα των απλών ανθρώπων του χωριού άρεσε πολύ στον ξενοφερμένο άνθρωπο και τον έκανε ν’ αγαπά μικρούς και μεγάλους. Ωραία χρόνια, ειλικρινά!
Αξιοσημείωτη ήταν η φιλοξενία των Γριζαίων, αρετή που εξάλλου, κατά την άποψή μου, κοσμεί γενικά όλους τους Μεσσήνιους. Αυτό το υποστηρίζω μετά λόγου γνώσεως!!!
Μια πολύ ανθρώπινη και από καρδιάς συνήθεια που συγκινεί τον ξένο είναι τα λεγόμενα «χαιρετίσματα». Εξηγούμαι: κάποτε άκουσα Γριζαίο να λέει σε χωριανό του: «μιας και θα πας στην Κορώνη, πάρε ένα τάληρο, να βρεις τον φίλο μου τον Τάκη να πιείτε καφέ από μένα». Ασφαλώς αυτό γινόταν και με αντίστροφη κατεύθυνση (από Κορωναίο σε Γριζαίο κ.ο.κ.). Ωραία απλή εκδήλωση αγάπης και εκτίμησης. Ένα ακόμη απλό και πηγαίο συνήθειο για να το θυμηθούν οι παλιοί και να το μάθουν οι νεότεροι: Το κάλεσμα του κουμπάρου. Ο μακαρίτης Γεώργιος Τομαράς ήρθε στο δωμάτιο του δασκάλου, στο σχολείο, φέρνοντας ένα μπουκάλι ποτό κι ένα μάτσο γαρίφαλα, καλώντας με να βαφτίσω τη μικρή εγγονούλα του. Η βάφτιση έγινε του Αγίου Δημητρίου και το τομαραίικο σόι, με άλλους συγγενείς και φίλους της οικογένειας, «το έκαψε». Μέχρι το πρωί γλεντούσανε. Να μου ζήσεις, Ευγενία, με την ωραία σου οικογένεια!
Σ’ όλους τους Γριζαίους που γνώριζα οφείλω ένα ευχαριστώ. Σε κάθε υπόθεση του σχολείου που χρειαζόταν συμμετοχή, έτρεχαν όλοι, είχαν ή δεν είχαν παιδιά στο σχολείο. Κάποιοι, για ν’ αναφερθώ σ’ ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό παράδειγμα, θα θυμούνται πως μεταφέρανε οι ίδιοι, φορτωμένα στα άλογα ή μουλάρια τους, θρανία από τη γειτονική Φοινικούντα για το σχολείο μας.
Συνυφασμένες οι αναμνήσεις μου για το Γρίζι με τους ανθρώπους εκείνης της εποχής δεν είναι δυνατό να παραλείψουν τον εκλεκτό συνάδελφο και πολύ καλό μου φίλο, το Χρυσοκελαριώτη Βαγγέλη Τεμπελόπουλο, ο οποίος ικανότερός μου και εμπειρότερός μου, μου πρόσφερε πολύτιμη βοήθεια και με στήριξε σε δύσκολες στιγμές. Να είσαι πάντα καλά, φίλε μου.
Μια ιδιαίτερη μνεία οφείλω στα δύο μέλη της Σχολικής Εφορίας που πάντα πρόθυμα πρόσφεραν, αφιλοκερδώς βέβαια, τις υπηρεσίες τους στο σχολείο: Πρόεδρος ο μακαρίτης Ανδρέας Δ. Τσώνης, ο επιλεγόμενος και Καπετάνιος, γιατί είχε, λέει, κάποτε βάρκα κάτω εκεί στην παραλία της Λούτσας, 3 περίπου χιλιόμετρα προς τη Δύση και απέναντι από τις Βραχονησίδες Σαπιέντζα, Σχίζα, Αγία Μαρίνα και Βενέτικο.
Ταμίας της Σχολικής Εφορίας ήταν ο μακαρίτης κι αυτός Νικόλαος Αντ. Μουτζούρης, ένας σοβαρός και συμπαθής νοικοκύρης. Θυμάμαι όλες τις άδολες ματιές των μαθητών μου, που βέβαια τώρα έχουν παιδιά και εγγόνια, όμως για το δάσκαλο είναι τα παιδιά του. Γεια σας, λοιπόν, παιδιά μου. Να είστε πάντα καλά.