15 Σεπτεμβρίου, 2024
Κ. Γεωργούλη 27, Καλαμάτα 24100, Μεσσηνία
Τεύχος 280 - 281 Πρόσωπα

Σκέψεις σκόρπιες που μου γεννήθηκαν διαβάζοντας το κείμενο του Νίκου

Διαβάζοντας το υπέροχο κείμενο του μικρότερου αδελφού μου Νίκου σε χειρόγραφο, μια και το συνηθίζουμε να ανταλλάσσουμε συχνά τα γραπτά μας για μια γνώμη, συγκινήθηκα τόσο πολύ, ώστε ένιωσα την ανάγκη να εκθέσω εδώ, κάποια από τα συναι- σθήματά μου, αφού πρώτα τονίσω αυτό που η σεμνότητα του Νίκου δεν του επέτρεψε να αναφέρει: ότι, δηλαδή, η μεγάλη άνθιση της γιορτής του Αγίου Παντελεήμονα οφείλεται στην αξεπέραστη αφοσίωση του πατέρα του – και συνεταίρου του πατέρα μου – Παναγιώτη Ρούτση, ενός εξόχως κοινωνικού, δυναμικού, δημιουργικού και εξαιρετικά δημοφιλούς ανθρώπου του καιρού του, ο οποίος διετέλεσε, πέρα από τις άλλες δραστηριότητές του, για πάρα πολλά χρόνια μα πάρα πολλά χρόνια πρόεδρος του «Σωματείου Κουρέων και Κομμωτών» της Μεσσήνης.

Ακόμη, στο σημείο αυτό θέλω να αναφερθώ και σ’ ένα χαριτωμένο γεγονός: όταν μοιράζαμε εγώ και ο Δημήτρης, αδελφός του Νίκου και δικός μου, τους άρτους στα σπίτια των καλύτερων πελατών μας, με κάποιο κόλπο, ένα μικρό μαχαιράκι, κόβαμε ένα μικρό κομματάκι και το τρώγαμε. Αμαρτία; Ίσως ναι. Αλλά συγχωρητέα, διότι ο Θεός ήξερε και ξέρει ότι τα στρουθία και τα παιδιά εκείνου του καιρού, συνήθως μόνο με ψίχουλα τρέφονταν.

Κοίταξα τα ονόματα στο Υ.Γ. (1) του κειμένου του Νίκου και ύστε- ρα, μιλώντας στο τηλέφωνο, θυμηθήκαμε και κάποιους άλλους ακόμη από τους τότε συναδέλφους των γονέων μας: Κεχαγιάς Χρήστος και Ευστάθιος Πατρίκης. Ηλίας Τσάμης και Ματζώρος Μίμης. Ασημάκης Χρήστος και Πετρόπουλος Ηλίας. Χρονόπουλος Διονύσης, Δουλάμης Ηλίας και Ηλιόπουλος Σταύρος. Πού πήγαν όλοι, σκεφτήκαμε. Η ζωή τους έτσι πέρασε και χάθηκε. Σαν σπίρτο που κάηκε γιατί δεν υπήρχε τσιγάρο για ν’ ανάψουμε. Με τον Άγιο Παντελεήμονα, εκτός της γιορτής, με συνδέει και κάτι ακόμη, πολύ πιο προσωπικό, καθότι εκεί, την ημέρα «των Αγίων Πάντων» του 1950, παντρεύτηκαν οι γονείς μου. Για το λόγο αυτό, επί χρόνια, την ίδια εκείνη ημέρα, παίρναμε τα φα- γητά μας και με το ταξί του επίσης αξέχαστου και οικογενειακού μας φίλου Στυλιανού (Στέλιου) Γιαννόπουλου, πηγαίναμε και τρώγαμε σε μια τσιμεντένια τραπεζαρία στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας, που είχε φτιάξει ΔΩΡΕΑΝ ο περιβόητος μάστορας και καλοκάγαθος άνθρωπος Ιωαννίδης, ο οποίος είχε χαράξει πάνω της, στην μέση, και τα αρχικά του. Έχω μάλιστα και μια φωτογραφία από τους γάμους, νιόπαντροι και καλεσμένοι, όλοι μαζί, την οποία τελειώνοντας αυτές τις γραμμές έσπευσα στο συρτάρι και χάζεψα για ώρα πολλή. Τους κοίταζα όλους και με κοίταζαν. Τους κοίταζα και με κοίταζαν, και τόση χαρωπή απου- σία δεν είχα ξαναδεί στην ζωή μου, δεν είχα ξαναδεί στην ζωή μου ποτέ.

Τέλος! Έκλεισα τα χαρτιά και κάθισα, οπότε – τι έκπληξη – το σπίτι μου το κατέκλυσαν μυρωδιές, υπέροχες μυρωδιές του τότε: τα δέντρα του Αγίου Παντελεήμονα. Ο φρέσκος ασβέστης, το τσάι του πανηγυριού, το παλαιό κάρβουνο στις ράγες του σιδηροδρο- μικού σταθμού, καθώς και της «συστάδας» των ευκαλύπτων, αριστερά, όπως φτάνουμε στην Μπούκα. Αγαλλίασα ξάφνου αλλά και δάκρυσα μαζί, γιατί σκέφτηκα – όπως έχω γράψει και με άλλη ευκαιρία – ότι μέσα από κάτι τέτοιες μυρωδιές ευφρόσυνες ξανα- σμίγουν οι άνθρωποι και από κάτι τέτοιες μυρωδιές επίσης οδηγημένοι και πάλι, κάποτε, αλυχτώντας σαν τα σκυλιά, θα έλθουμε και εμείς τους νεκρούς μας να ξαναβρούμε.

■ Γιώργος Μαρκόπουλος