του Σταύρου Μαρτίνου
Υπάρχουν άνθρωποι που με τη στάση ζωής τους κάνουν άλλους ανθρώπους να θέλουν να γίνουν καλύτεροι. Τέτοιος ήταν ο Γιάννης Καλαϊτζής, ο ιδιαίτερος Έλληνας γελοιογράφος της «Ελευθεροτυπίας», της «Γαλέρας», της «Εφημερίδας των Συντακτών».
Ο Γιάννης Καλαϊτζής που έφτιαξε σπίτι με τη γυναίκα του στον Πήδασο της Πυλίας. Στον οποίο πήγαινε όχι για να χαλαρώσει και να φορτίσει τις μπαταρίες του. Δεν ήταν άνθρωπος που έψαχνε καταφύγιο. Αντίθετα, ήταν πάντα ανήσυχος και δραστήριος. Έτσι, ούτε στον Πήδασο ησύχαζε. Αντίθετα, «μπλεκόταν» με διάφορα καυτά ζητήματα, ιδίως περιβαλλοντικά και ποιότητας ζωής. «Βλέποντας και ακούγοντας τον Γιάννη Καλαϊτζή είναι σαν να βλέπεις τις γελοιογραφίες του. Τσαντισμένος με αυτά που γίνονται γύρω του, μόνιμα αηδιασμένος με την κάθε λογής εξουσία, ευαισθητοποιημένος όμως με το περιβάλλον και τα προβλήματα της Μεσσηνίας και ιδιαίτερα της Πυλίας, όπου ζει αρκετές μέρες κάθε μήνα, μαζί με τη γυναίκα του, τη Γεωργία», έγραψε για το μεγάλο γελοιογράφο, που έφυγε το Φεβρουάριο, ύστερα από σκληρή μάχη με αρρώστια, ο Πέτρος Τσώνης, στην εισαγωγή μιας συνέντευξης που του έκανε το 2000.
«Ποιες είναι οι σχέσεις σου με τους κατοίκους του χωριού;», τον ρώτησε ο Πέτρος Τσώνης και ο Γιάννης Καλαϊτζής δε μάσησε τα λόγια του, ποτέ δεν το έκανε, ούτε ο ίδιος ούτε οι γελοιογραφίες του: «Έχω εξαιρετικές σχέσεις, τις καλύτερες δυνατές. Αυτό και το επιδιώκω και μερικές φορές έρχεται από μόνο του. Τους εκτιμώ και τους αγαπώ. Φυσικά, αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και παλιάνθρωποι, τους οποίους θα πρέπει να δέρνεις, να βρίζεις, να χτυπάς, να κοροϊδεύεις».
«Γιατί έγινες γελοιογράφος;» ήταν άλλη μια ερώτηση του Πέτρου, μέσα από την απάντηση της οποίας ο Γιάννης έδειξε τη φιλοσοφία του: «Έγινα γελοιογράφος, γιατί δεν μπορούσα να κάνω άλλη δουλειά. Ήμουνα γελοιογράφος από δυο χρονών, είχα μια κακία μέσα μου και μια διάθεση καταστροφής των μορφών των άλλων. Ήθελα να το αλλάξω αυτό το πράγμα, να το γελοιοποιήσω, να το ποδοπατήσω, να το στραπατσάρω, να το λοιδορήσω και αυτό με ακολούθησε σε όλη τη ζωή μου».
Αυτό που δεν ξέραμε για τον Γιάννη Καλαϊτζή, αλλά το μάθαμε από το μνημόσυνο-άρθρο του Περικλή Κοροβέση στην «Εφημερίδα των Συντακτών», είναι ότι στα νεαρά του χρόνια βρέθηκε στην Ιταλία και έγινε δάσκαλος του ρεμπέτικου τραγουδιού στη Μαρία Κάλλας και άλλους λυρικούς τραγουδιστές της Σκάλας του Μιλάνου! Ο Γιάννης δούλευε σε ένα μπαράκι του αδελφού του θείου του, δίπλα στη Σκάλα, «όπου σύχναζαν όλα τα ιερά τέρατα της Σκάλας, ανάμεσά τους βέβαια και η Μαρία Κάλλας. […]
Και όταν δεν είχε δουλειά, έπαιζε τον μπουζουκομπαγλαμά του και τραγουδούσε τα ρεμπέτικά του. Και σε μια τέτοια φάση έρχεται η Μαρία Κάλλας να πιει τον καπουτσίνο της (τον έπινε χωρίς ζάχαρη, για να μη χαλάσει το μέταλλο της φωνής της και γίνει γλυκερό). Ο Γιάννης τα χάνει και σταματάει. “Συνέχισε” του λέει η ντίβα. Ακολούθησαν κάποια δευτερόλεπτα αμηχανίας και ο Γιάννης πήρε εμπρός. “Αυτά όλα να μου τα μάθεις” είπε η Κάλλας. Και έτσι και έγινε. Η Κάλλας, χάρη στον Γιάννη, έγινε ρεμπέτισσα. Και στα γενέθλιά της φώναξε τους συναδέλφους της και με συνοδεία του Γιάννη έπαιξαν ρεμπέτικα, που άφησαν άφωνους τους μεγάλους τραγουδιστές. Τον πιάνει ο Τίτο Κόμπι και ζητάει από τον Γιάννη να του μάθει Βαμβακάρη επί πληρωμή. Ο Γιάννης αρνήθηκε τα λεφτά. Και ο Κόμπι του είπε: “Αγόρι μου, για να μάθουμε κάτι που μας αρέσει, πρέπει να πληρώσουμε ακριβά”. Και ο Γιάννης χρησιμοποιούσε συχνά αυτό το απόφθεγμα»…