Αναμνήσεις μιας εποχής…
Μια ζυγή (δυο – τέσσερα όργανα) και μια κομπανία (από τέσσερα και πάνω όργανα) ήταν τότε το μουσικό συγκρότημα. Κλαρίνο, βιολί, σαντούρι και κάποιο τύμπανο.
Παίζαμε χωρίς μικρόφωνα στα χωριά. Μας καλούσαν κάτι μικρομαγαζάκια, τα οποία σέρβιραν λουκούμι, ρακί και διάφορο. Όταν πέρναγε κάποιος συγγενής εκεί που γινόταν το πανηγύρι, τον δέχονταν φίλοι και γνωστοί, έστω κι αν ήταν ακάλεστος.
Το κάθε σπίτι είχε από το βράδυ κάνει το κουμάντο του. Γίδα βραστή και γουρνοπούλα σπιτίσια. Το μεσημέρι στο τραπέζι σε κάθε σπίτι μαζεύονταν τριάντα έως σαράντα άτομα. Τότε στα πανηγύρια πήγαιναν πεζοί ή με άλογα ή και με γαϊδουράκια. Το πανηγύρι άρχιζε από το πρώτο βράδυ. Τα όργανα έπαιζαν από το πρωί, όταν σχόλαγε η εκκλησία, μέχρι και το μεσημέρι. Το απόγευμα αρχίζαμε νωρίς. Από τις πέντε έβγαινε ο κόσμος έξω. Αν υπήρχαν φώτα, το πανηγύρι μπορούσε να κρατήσει μέχρι την άλλη μέρα το πρωί.
Τα γλέντια τα μεσημέρια (επειδή είχε ήλιο) γινόντουσαν πάντα κάτω από μεγάλα πλατάνια.
Θυμάμαι στα χωριά Πουλίτσι, Ράδου, Κουτήφαρι, Λαντζουνάτο, Καλογερέσι και Δάρα τα πανηγύρια ήταν όλη την ημέρα. Στο δικό μου χωριό, στο Ξεροκάσι, Παλαιόκαστρο σήμερα, υπήρχε μια μεγάλη συκιά (υπάρχει ακόμα) και από κάτω εκεί γινόταν το πανηγύρι.
Όταν νύχτωνε, άναβε ο κάθε μπακάλης την ασετιλίνη κι αργότερα τα λουξ.
Σε μερικά χωριά ήταν δυο κομπανίες όργανα. Όπως στου Ράδου που είχε όργανα ο Παναγιώτης Ματσούκας (δεν υπάρχει σήμερα), στον Πλάτανο τη βρύση, κι ο μπαρμπα – Λιάς ο Κόκκαλης (υπάρχει το παιδί του, ο παπα – Σταύρος).
Στο χωριό Μάνεσι θυμάμαι ότι δούλευαν τα κλαρίνα όλη τη νύχτα. Γράφονταν σ’ ένα τετράδιο για τη σειρά που θα χόρευαν. Τα πανηγύρια είχαν πολλούς νέους και νέες που, αν δεν χόρευαν, δεν έφευγαν. Πολλές φορές είχαμε διπλούς χορούς. Εκεί λοιπόν έπαιζαν οι φλογισμένες ματιές των νέων, καθώς το πανηγύρι ήταν μια ευκαιρία για να γνωριστούνε και να ειδωθούνε από κοντά.
Συνήθως δεν μας πλήρωνε ο μαγαζάτορας τίποτα, κι ό,τι βγάζαμε ήταν από τη χαρτούρα. Έδιναν και έπαιρναν τα δεκάρικα, τα εικοσάρικα, τα πενηντάρικα…
Μερικές φορές ακόμα και κατοστάρικα. Χαρά στις όμορφες. Δώστου κι άλλο τσάμικο και καλαματιανό. Τα όργανα έπιαναν πολλά λεφτά στο μέσο της νυχτός. Όταν τελείωνε κι η τελευταία παρέα που ήταν γραμμένη για να χορέψει, γινόντουσαν όλοι πια ένα. Χόρευαν όλοι μαζί. Άντε να τελειώσει το πανηγύρι. Πού να τελειώσει όμως…
Θυμάμαι μια φορά στου Πουλίτσι, στου Νίκου του Νικολόπουλου το μαγαζί, φώτισε η άλλη μέρα. Βάρεσε ο ήλιος και εμείς ακόμα παίζαμε κι ο κόσμος χόρευε. Έτσι γινόταν τότε. Δενόταν ο κόσμος. Εκεί οι νέοι έρχονταν σε επαφή όπως είπα. Γίνονταν συγκέσια, αρρεβώνες, γνωριζόταν ο κόσμος. Οι οργανοπαίχτες κουράζονταν πολύ περισσότερο από όσο σήμερα. Πολλές φορές πήγαινα στα πανηγύρια με δυο κλαρίνα (συνήθως με τον μπαρμπα – Λιά τον Κρόμπα και με τον Θόδωρο τον Κρόμπα), γιατί δεν έβγαινε με ένα κλαρίνο η νύχτα. Εδώ θέλω να αναφέρω πως ήταν ένας Ζούρας από την Πελεκανάδα και ένας Ηλίας Αναστασόπουλος ή Βισδάγκας από το Κεφαλόβρυσο.
Πολλά πανηγύρια είχαν κόντρες μέσα στο χωριό. Εκεί που ήταν δυο συγκροτήματα.
Ποιος μπακάλης θα δουλέψει περισσότερο. Ποιος θα πάρει πιο πολύ κόσμο. Ποιος έχει τα καλύτερα όργανα.
Κάποια πανηγύρια χάλαγαν λόγω καιρικών συνθηκών ή ξαφνικών θανάτων.
Κάποτε παίζαμε στου Ράδου με τον μπαρμπα – Γιώργη το Μουγκό. Το μεσημέρι εκεί που παίζαμε στον πλάτανο μάθαμε ότι κοιμήθηκε ο συγχωρεμένος παπα – Σιαραβάνος. Χτύπησε η καμπάνα, χάλασε το πανηγύρι. Μας πήρε ο μπαρμπα – Παναγιώτης ο Τσούκαλος στο σπίτι του και εκεί κάναμε πανηγύρι τη νύχτα.
Με τα χρόνια τα πανηγύρια πολιτικοποιήθηκαν. Με πάθος κρυφό και φανερό. Εμείς οι οργανοπαίχτες παίρναμε αρκετά λεφτά με το τραγούδι του Τέως και το τραγούδι του δικτάτορα Παπαδόπουλου, ενώ υπάρχουν πολλά γεγονότα και παρατράγουδα που δεν ήταν ευχάριστα, αλλά δεν θα πω τίποτα γι’ αυτά.
Κάπως έτσι ήταν τα παλιά πανηγύρια. Αλλά όταν έφυγαν οι νέοι για το εξωτερικό ή για τις πόλεις, τα πανηγύρια πέρασαν μεγάλη κρίση. Τα χωριά έμειναν έτσι χωρίς κόσμο και γλέντια.
Σήμερα πάει ο καθένας με το αυτοκίνητό του στο πανηγύρι. Άλλαξαν τα πράγματα.
Διάφοροι πολιτιστικοί σύλλογοι προσπαθούν να τα ανανεώσουν και θα ‘λεγα ότι υπάρχει μεγάλη άνθιση και φούντωση.
Τελειώνοντας, θέλω να πω ότι το 2003 έγινε μια συνάντηση παραδοσιακών οργανοπαιχτών στην Αετοφωλιά Μεσσηνίας. Ο Παρασκευάς Δημητρακόπουλος, τότε πρόεδρος του Συλλόγου Αετοφωλιάς, έψαξε και βρήκε όλους τους Κοντοβουνήσιους οργανοπαίχτες και μας προσκάλεσε στο χωριό του. Όσοι είχαμε απομείνει, δηλαδή. Παίξαμε με τα κλαρίνα μας και μας έδωσε αναμνηστικά μετάλλια. Του πήγαμε και φωτογραφίες και ό,τι είχαμε ο καθένας από γάμους και πανηγύρια.
Ο Παρασκευάς είχε και πολύ αξιόλογους συνεργάτες, που βοήθησαν γι’ αυτή την εκδήλωση. Όπως ο Χρήστος ο Ρέππας, ο Πάνος Κοσμόπουλος και ο Δημήτρης Μουγκός.
Με την ευκαιρία θέλω να τους ευχαριστήσω για εκείνη την αξέχαστη βραδιά και για τη φιλοξενία που μας έκαναν.
Κλαρινοπαίκτες που συμμετείχαν από τα Κοντοβουνήσια χωριά στην εκδήλωση, πέρα από μένα, ήταν οι:
Γεώργιος Αναστασόπουλος – Κεφαλόβρυσο
Κώστας Κοσμόπουλος – Μάκραινα Βουταίνης
Κώστας Σκρεπετός – Κεφαληνού
Γεώργιος Αναστασόπουλος – Κοντογόνι
Κώστας Καλογερόπουλος – Κουτήφαρι
Θεόδωρος Θεοδωρόπουλος (βιολί – φλογέρα) – Βούταινα
Κρόμπας Ηλίας και Θεόδωρος (Βιολί) – Κορομηλιά
Παναγιωτόπουλος (φλογέρα) – Βούταινα
Νίκος Τζιάνος (λαούτο) – Αριστομένης
***
Στη δεκαετία 1940-1950 οι κλαρινοπαίκτες των Κοντοβουνίων ήταν ο Ηλίας Αναστασόπουλος ή Βιστάνγκας, από το χωριό Χαλβάτσο, σήμερα Κεφαλόβρυσος, δεύτερος ο Περδικάκης Θεοδωρόπουλος-Βέλμαχος από τη Βούταινα, τρίτος ο Γεώργιος Ζούρας από την Πελεκανάδα, τέταρτος ο Στάθης Τσούσιας από το Ψάρι Τριφυλίας και πέμπτος ο Γιαλαμάς από τη Μέλπεια.
Στη δεύτερη γενιά του 1960 μαζί μας ήταν και ο Θανάσης Σπανός από το χωριό Χρυσοφόρα.
*Από το ομώνυμο, υπό έκδοση, βιβλίο του Ρήγα Φλώρου «Αναμνήσεις μιας εποχής»
Έκθεση εικόνων