του Πέτρου Α. Τσώνη
Θα ξεπεράσουν – σύμφωνα με τους υπολογισμούς των αρμοδίων –τα 17 εκατομμύρια οι τουρίστες που φέτος θα επισκεφθούν τη χώρα μας.
Στον ένα, δηλαδή, από τους δύο πυλώνες της οικονομίας θα πάμε καλά.
Τι καλό θα ήταν, όμως, αν καταφέρναμε να συνδέσουμε τον τουρισμό με τον άλλον πυλώνα της οικονομίας μας, την πρωτογενή δηλαδή παραγωγή!
Αφού είμαστε ανίκανοι ως χώρα να διαχειριστούμε τα αγροτικά μας προϊόντα, εξάγοντάς τα με προστιθέμενη αξία στο εξωτερικό- αυτό το έχουν αναλάβει οι Ισπανοί και οι Ιταλοί-, ας τα προωθήσουμε, τουλάχιστον, στους ανθρώπους που θα καταφθάσουν το καλοκαίρι από όλα τα μήκη και πλάτη της γης.
Για σκεφθείτε το κέρδος της χώρας μας, όταν ο κάθε τουρίστας φύγει για την πατρίδα του με ένα δοχείο λάδι στις αποσκευές του, ένα βάζο ελιές ή ένα μπουκάλι κρασί.
Αυτό είναι εύκολο θα μου πείτε. Λάθος μέγιστο θα σας πούμε, αφού ούτε αυτό το εύκολο καταφέραμε να κάνουμε πράξη.
Τον προηγούμενο μήνα βρεθήκαμε στην έδρα του Ευρωκοινοβουλίου στο Στρασβούργο. Όλοι εκεί πέρα, ευρωβουλευτές, Έλληνες και ξένοι, ανώτεροι υπάλληλοι του Ευρωκοινοβουλίου, αλλά και καταστηματάρχες, μας είπαν τα καλύτερα για το ελληνικό ελαιόλαδο.
Όλοι, ακόμη και Έλληνες ευρωβουλευτές, δεν ήξεραν ότι το ελληνικό λάδι φεύγει χύμα για την Ιταλία και την Ισπανία, για να βελτιώνονται οι εκεί ποιότητες.
Όλοι απορούσαν, πώς, με τόση διεθνή διαφήμιση, δεν καταφέραμε να γίνουμε κυρίαρχοι του παιχνιδιού.
Όλοι αναρωτιούνταν πώς δεν μπορούμε να πείσουμε τους Έλληνες, από τη Στερεά Ελλάδα και πάνω, να φάνε ελαιόλαδο.
Υπάρχει κάποιος, άραγε, να απαντήσεις, εμείς, πάντως, θα επιμένουμε – κι ας γίνουμε γραφικοί- να θέτουμε τα ερωτήματα.