του Χρήστου Π. Ίντου
Σε μια κατάφυτη πλαγιά του Τετραζίου όρους, στα βόρεια του Νομού Μεσσηνίας, βρέθηκα πριν από πολλά χρόνια. Στο χωριό Σύρριζο, στο Σύρκι, όπως το αποκαλούσαν οι κάτοικοί του.
Πήγα για να αναλάβω τα διδασκαλικά μου καθήκοντα. Οδεύοντας, μετά αρκετές ανηφόρες, αντίκρισα από την καμπίνα του φορτηγού που με μετέφερε τα σπίτια του. Ήταν διάσπαρτα σε απόκρημνη, θα έλεγα, πλαγιά. Άλλα μόνα, απόμακρα και άλλα κατά ομάδες, μικρές γειτονιές. Συνδέονταν από ελικοειδή δρομάκια που κατέληγαν στην κεντρική οδό. Αυτή μοίραζε το χωριό στα δύο και συνέχιζε την πορεία της στα πέραν του Συρρίζου χωριά. Όλα έδειχναν πως πρόσφατα είχε γίνει η διάνοιξη και δε θα ήταν πολλά τα τροχοφόρα που γνώρισε.
Από αυτόν το δρόμο ο οδηγός μού έδειξε το σχολείο. Κατηφόρισα και βρέθηκα μπροστά σε ένα πέτρινο ισόγειο κτίσμα. Η είσοδος κλειστή, άκρα σιωπή. Σχεδόν απελπισμένος κάθισα σε πεζούλα του αυλόγυρου. Κράτησα το κεφάλι γερμένο στις παλάμες αναλογιζόμενος από πού ξεκίνησα, πόσα συγκοινωνιακά μέσα χρησιμοποίησα για να βρεθώ σε τούτη τη γωνιά της Πελοποννήσου.
Πριν ολοκληρώσω τη σκέψη, με ξάφνισε μια φωνή: «Ε, παλικάρι, είσαι ο δάσκαλος; Σε περιμέναμε!». Πρέπει να με περίμεναν, γιατί η επόμενη μέρα ήταν εκείνη που άρχιζαν τα μαθήματα. Η υπηρεσία μερίμνησε για την κάλυψη αυτής της θέσης κάπως αργά, ειδοποιώντας με στο παρά πέντε.
«Είμαι γείτονας του σχολείου», συνέχισε, «έχουμε τα κλειδιά, γιατί τα εγγόνια μου είναι μαθητές και ο γιος μου στη σχολική επιτροπή. Έλα μαζί μου, θα πάμε σπίτι, θα μείνεις κοντά μας, ώσπου να τακτοποιηθείς. Το σχολείο έχει κάμαρη για το δάσκαλο, θα τη συμμαζέψουμε». Αυτά μου είπε ο καλοσυνάτος κυρ-Φώτης! Γνωριστήκαμε, ξεθάρρεψα, γνώρισα την οικογένειά του, με φιλοξένησαν, πήγαμε στα μαγαζιά του χωριού. Έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις και την επόμενη επί το έργον.
Οι μαθητές είχαν πάρει το μήνυμα της άφιξής μου, ήρθαν στο σχολείο, είδαν το νέο δάσκαλο, είπαμε τα ονόματα και δώσαμε υπόσχεση να συνεργαστούμε, μαθαίνοντας, παίζοντας, τραγουδώντας στον όμορφο τόπο τους, όπου ο ήλιος, λόγω της θέσης του χωριού, έριχνε τις ακτίνες του πολύ μετά την ανατολή και έδυε νωρίτερα πίσω από τις κορυφές που το περιβάλλουν.
Μετά το σχολείο γνώρισα τον παπα – Κώστα, ωραία, χαμογελαστή μορφή, μεγάλη καρδιά! Γνώρισα και τον Κωνσταντή τον ψάλτη με τη μαγκούρα και την τραγιάσκα, τους γερόντους, που τότε, στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα, στη δύση του βίου τους, σαν έμαθαν από πού είμαι, θυμήθηκαν τα στρατιωτικά τους χρόνια και τη συμμετοχή τους στους Βαλκανικούς και στον Πρώτο Παγκόσμιο! Ατέλειωτες ιστορίες για το Κιλκίς, τη Δοϊράνη, το Μπέλες, το Σκρα… τον Βενιζέλο, τον Κωνσταντίνο. Η κουβέντα καμιά φορά τέλειωνε με τραγουδάκι, σαν το «Σουλιμά, σουλιμά…».
Τακτοποιήθηκα στην κάμαρα του σχολείου, δίπλα στην αίθουσα διδασκαλίας και με επισκέπτονταν πολλές φορές ζουζούνια και ζωύφια από τη γύρω κατάφυτη έκταση. Από το ταβάνι έπεφτε αρκετή σκόνη και άλλα, όταν γλεντούσαν οι αγέρηδες. Μου κρατούσαν συντροφιά με το μονότονο τραγούδι τους γρύλοι, τριζόνια και με αποζημίωναν τα ανοιξιάτικα πρωινά τα γλυκόλαλα αηδόνια που φώλιαζαν στη διπλανή ρεματιά. Δύσκολη ήταν και η προμήθεια των απαραίτητων, όπως του ψωμιού. Όταν ξεφούρνισε τα καρβέλια της η πλησιέστερη προς το σχολείο νοικοκυρά, μοσχομύρισε ο τόπος. Πριν νοσταλγήσω τη γεύση τους, μου κτύπησε την πόρτα η κυρά της οικογένειας και μου πρόσφερε ένα αχνιστό κομμάτι σπασμένο από τα άξια χέρια της.
Παρά τη μικρή πείρα μου, το σχολικό έργο μπήκε σε μια σειρά. Εξαήμερη εργασία, πρωί και απόγευμα, και τις Κυριακές πάλι μαζί, στην Εκκλησία της Παναγίας, ωραία, επιβλητική, δείγμα της παλιάς αρχοντιάς και δόξας του χωριού. Με συγκινούσε εκεί πολύ, κάποια απογεύματα στους εσπερινούς, το «Φως ιλαρόν, αγίας δόξης…» που έψελνε ο παπάς και η σχεδόν άδεια εκκλησιά αντηχούσε, όπως και η επιστροφή των ανθρώπων με τα ζώα τους από τις ολοήμερες εργασίες στους αγρούς και τα δάση. Αχ, σκεφτόμουν, να είχα και εγώ ένα άλογο, να τρέχω στις γύρω πλαγιές και πέρα ως τον κάμπο της Μεσσηνίας!
Απόγευμα Κυριακής, όπως και κάθε αργία, ελεύθεροι. Κάτω από τη κληματαριά του καφενείου η σύναξη του χωριού και το χειμώνα μέσα με συζητήσεις, ούζο, κρασί και για μεζέ, ό,τι βρισκόταν. Ντρεπόμουν να πω πως δεν έπινα, μη χαλάσω τη διάθεση των ανθρώπων που με δέχθηκαν στις παρέες τους. Ο μπαρμπα – Γιώργης, παθιασμένος με την εφημερίδα, πήγαινε στο Ψάρι, χιλιόμετρα δρόμο, για να τη φέρει. «Δάσκαλε, πες μου, θα πάρω και για σένα ό,τι θέλεις, πάω που πάω». «Ο, τι βρεις», απαντούσα. Χάρις στο μεράκι του ενημερωνόμουν για όσα συνέβαιναν στον κόσμο, όπως και από το ραδιοφωνάκι μου.
Το Σύρριζο ήταν το ορμητήριο από όπου με τα πόδια γύρισα στα χωριά του Τετραζίου. Γνώρισα τους συναδέλφους που υπηρετούσαν σε αυτά. Τον Νικόλα, τον Κωστή, τον Τάσο, τον Γιάννη και άλλους. Ένα κυριακάτικο απομεσήμερο ανεβήκαμε παρέα στον Επικούριο Απόλλωνα! Ώρες θαυμάζαμε το ναό που μέσα στην ερημιά στέκονταν βουβός μα επιβλητικός! Μας κυρίευσε δέος, όταν συνειδητοποιήσαμε πως οι ώρες πέρασαν και έπρεπε να γυρίσουμε στα χωριά μας.
Άλλη φορά στο Κακαλέτρι, δίπλα στην κοίτη του ποταμού, όπου ήταν το σχολείο, έχοντας μόνιμο το βουητό των υδάτων της Νέδας, αρχικά πλύναμε τα πόδια και καταλήξαμε να πέφτουμε στα κρύα νερά. Από την παρέα έλειπε ο Πάνας με τις νύφες του και εκείνη η Νόμια που έδωσε το όνομά της στο βουνό που το είπαν μετά Τετράζιον. Είχαμε μάθει πως κάπου εκεί και προς τα αρκαδικά βουνά τριγυρνούσαν, μα δεν τους συναντήσαμε! Κινήσαμε και για τη Δημητσάνα μα δε φτάσαμε ποτέ. Ήταν μακρύς και δύσκολος ο δρόμος.
Προγραμματισμένα τα σχολεία της περιοχής ανταμώσαμε σε ένα μικρό χωριουδάκι, νομίζω, Αράχωβα το έλεγαν. Στήσαμε στον αυλόγυρο της πέτρινης εκκλησίας του γλέντι. Ως και αρνί ψήσαμε με τη βοήθεια των χωρικών. Αλησμόνητη θα μείνει και η επίσκεψη στην εκκλησιά της Βάστας με τα δένδρα στη σκεπή. Τι θαύμα και αυτό! Το διηγούμουν τότε σε φίλους και δικούς μου, δε με πίστευαν!
Από το «κάστρο» της Διμάνδρας αγναντεύαμε την υπόλοιπη Μεσσηνία πέρα κατά τον Ταΰγετο και από την άλλη προς τα βουνά τις Κυπαρισσίας. Στα πόδια μας το Ψάρι, το Δώριο, το Κοπανάκι και άλλα χωριά. Ο φιλόξενος πρόεδρος Διμάνδρας έστρωσε τραπέζι στο δάσκαλο του χωριού του και σε μένα, του διπλανού χωριού. Μας είπε και ηρωικά τραγούδια και εκείνο το «Στα Ναυπλιού το Παλαμήδι…, όπου το βροντούσε και μια δασκάλα…». «Δάσκαλε», πρόσταξε στον Νικόλα, «θα πεις, Κρητικός που είσαι, ένα ριζίτικο και μετά ο Χρήστος ένα από τη Μακεδονία». Φαινόταν πως δε σήκωνε αντίρρηση, όσο κι αν ήταν ισχνός και μικροκαμωμένος.
Ο φιλόμουσος δάσκαλος Διμάνδρας ξεκίνησε το «Σε ψηλό βουνό, σε ριζιμιό λιθάρι κάθονταν αετός, κάθονταν αετός….». Το έλεγε με πάθος και μεράκι. Ήρθε η σειρά μου και άρχισα ένα μακεδονίτικο με σκοπό καλαματιανό: «Ας χαμηλώ, ας χαμηλώναν τα βουνά, για να δω τη Σαλονίκη τα μεσάνυχτα…». Ενθουσίασε την παρέα και φαίνεται πως, παρά την απειρία μου στο σόλο τραγούδι, μάλλον πέρασα τις εξετάσεις για να συνεχιστούν οι συναντήσεις.
Στο σχολείο οι μαθητές μου, όσοι περίπου και εκείνοι του Χριστού, δεν μπορώ να πω, ήταν καλοί. Πρώτα από όλα στους τρόπους, είχαν, όπως και οι δικοί τους, έμφυτη ευγένεια, καλοσύνη, πραότητα, γνήσια αρχοντιά που τη βρίσκεις στις μεγάλες καρδιές και όχι στην πολυτέλεια. Με μαθήματα, γιορτές και εκδηλώσεις κυλήσαμε τη χρονιά, καλλιεργήσαμε και το σχολικό κήπο, φυτέψαμε λουλούδια και κουκιά. Πήγαμε περιπάτους, από την εξοχή στην εξοχή, στα εκκλησάκια, όπως του Αγίου Αντρέα, και στα διάσελα, τοποθεσία ανάμεσα Διμάντρα – Σύρριζο, όπου και οι συναντήσεις των δύο γειτονικών σχολείων.
Στο χωριό οι μόνιμες αναφορές και παρουσίες που έπρεπε να δώσω ήταν στα μαγαζιά του Θανάση, του Νικόλα και σε ένα μικρό, μισοσκότεινο πάνω από τον κεντρικό δρόμο, που είχε «λίγα από όλα» και το μοναδικό χειροκίνητο τηλέφωνο. Ήταν το μέσο επικοινωνίας με τον έξω του Συρρίζου κόσμο.
Έτσι κύλησε η χρονιά, με χαρές, λύπες δύσκολες σε κάποιες περιπτώσεις, και πριν από τη λήξη μάς επισκέφθηκε ο Επιθεωρητής περιοδεύοντας στα ορεινά. Πριν από το μεσημέρι στάθμευσε στο Σύρριζο. Έμεινε ευχαριστημένος από τη στάση και την επίδοση των μαθητών, γι’ αυτό τα σχόλασε νωρίτερα. Μετά στο κοντινό καφενείο για λίγη ξεκούραση και ένα μικρό κέρασμα.
Αυτά και άλλα πολλά ήταν και είναι εικόνες και εμπειρίες από μια σχολική χρονιά στο γραφικό και φιλόξενο Σύρριζο. Έμειναν ανεξίτηλες στη μνήμη παρά την παρέλευση τόσων δεκαετιών.
Όσους γνώρισα και δεν υπάρχουν πια, ας αναπαύονται εν ειρήνη. Στους σημερινούς κατοίκους του και στα απανταχού της γης τέκνα του εύχομαι υγεία και κάθε καλό.