Ζωή σαν μυθιστόρημα
Εκείνο που χαρακτηρίζει τον αειθαλή επιχειρηματία Κυριάκο Παπαδημητρόπουλο είναι η μαχητικότητα και ο αυθορμητισμός με ό,τι καταπιάνεται, ενάντια σε οποιαδήποτε δυσκολία.
Μπορεί να ζει στην Αυστραλία πολλά χρόνια, από τα τέλη της δεκαετίας του ’50, αλλά μιλά την ελληνική γλώσσα σαν να μην έφυγε ποτέ από την Ελλάδα.
Μπορεί στην Αυστραλία να καταξιώθηκε επαγγελματικά, αλλά παρέμεινε Έλληνας και το απέδειξε όλα αυτά τα χρόνια, κάθε φορά που χρειάστηκε.
«Έγραψα ιστορία» είναι η αγαπημένη του φράση κάθε φορά που συζητάμε και τη λέει με καμάρι, χωρίς ωστόσο έπαρση και αλαζονεία, αλλά σαν κάτι που αναπόφευκτα συνέβη.
Ζωή σαν μυθιστόρημα είναι η ζωή του Κυριάκου Παπαδημητρόπουλου. Η ζωή ενός μετανάστη που έφυγε μακριά από την πατρίδα του, σε άλλη χώρα, για να επιβιώσει στην αρχή και, τελικά, να επιτύχει τους στόχους του. Γεννήθηκε στα Αλώνια, ένα μικρό χωριό δίπλα στο Πλατύ και το Αριοχώρι Μεσσηνίας, σε χρόνια δύσκολα και επικίνδυνα, αλλά από τότε το έλεγε η «περδικούλα» του, κι αυτό φάνηκε στην Κατοχή, όταν μικρό παιδί τότε συμμετείχε στην αντίσταση με άλλα παιδιά και μετέφερε βόμβες με τα μουλάρια στις γέφυρες του Παμίσου. Για την πράξη του αυτή του δόθηκε τιμητική σύνταξη, όπως και στους άλλους 130 νέους και νέες της Μεσσηνίας που συμμετείχαν από τον υφυπουργό Άμυνας, Γιάννη Λαμπρόπουλο.
Αυτή την προσφορά, όμως, ο ατίθασος Κυριάκος δεν τη δέχθηκε, θεωρώντας ότι έκανε απλώς το καθήκον του στην πατρίδα και παραχώρησε τη σύνταξη σε μία οικογένεια με ανάπηρα παιδιά στην Άνω Μεσσηνία, που είχε υποστεί ζημιές από τις φωτιές.
Για τη στάση του αυτή δεν κάνει το γενναίο, ούτε και θέλει να λέει πως έκανε ηρωικές πράξεις. Δεν είναι στο χαρακτήρα του, άλλωστε, τέτοιου είδους αντιδράσεις. Αισθάνεται ικανοποιημένος που αποτέλεσε μέρος της ιστορίας της πατρίδας του μια δεδομένη χρονική στιγμή, αλλά είναι, άραγε, αυτό αρκετό;
Τίποτα δε φαίνεται να είναι αρκετό σε ό,τι αφορά την Ελλάδα και ο Κυριάκος Παπαδημητρόπουλος το είχε καταλάβει από πολύ νωρίς και το έκανε πράξη στην Αυστραλία, που έγινε η δεύτερη πατρίδα του, χωρίς ωστόσο να ξεχάσει την πρώτη. Κι ενώ θα μπορούσε να επαναπαυθεί στην άνεση και τη σιγουριά που του παρείχε η οικονομική επιτυχία, αυτός είχε ως πρώτη προτεραιότητα τον απόδημο Ελληνισμό. Δραστηριοποιούμενος στην Ομογένεια της Αυστραλίας, προσέφερε κάθε ικμάδα της ζωτικότητάς του για τη συνεχή σύνδεση των Ελλήνων της Αυστραλίας με τη μητέρα Ελλάδα και των Μεσσήνιων ομογενών μαζί της.
Δραστηριότητες που, τελικά, έγιναν τρόπος ζωής για τον ίδιο στα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε που πρωτοπήγε στη μακρινή Αυστραλία μέχρι σήμερα, που πηγαινοέρχεται σε αυτήν, περνώντας όμως τον περισσότερο καιρό στη Μεσσηνία.
Άλλωστε, δεν είναι καθόλου τυχαίο που τον προσφωνούν «καλοκαιρινό», αφού εδώ και πάρα πολλά χρόνια βρίσκεται στην Αυστραλία και στην Ελλάδα, όταν έχουν και οι δύο χώρες καλοκαίρι. «Η ζωή στην Αυστραλία δεν ήταν καθόλου εύκολη, όταν πρωτοπήγα εκεί μαζί με τη γυναίκα μου, την Ευτυχία, νιόπαντροι τότε. Δούλεψα σκληρά, μαζί και η γυναίκα μου βέβαια, για να μπορέσουμε να ορθοποδήσουμε. Δούλεψα στις τραμογραμμές και στα τρένα, ανοίγοντας ράγες και ύστερα εργάτης σε αυτοκινητοβιομηχανία. Στη συνέχεια, βέβαια, μπόρεσα να προχωρήσω και έκανα δική μου επιχείρηση, ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε γυναικεία εσώρουχα και το διεύθυνε η γυναίκα μου. Χρωστάω πολλά σε αυτήν και όπως είναι το όνομά της, ήταν και η ζωή μου μαζί της, ευτυχία, ως τη στιγμή που έφυγε από τη ζωή. Αιωνία της η μνήμη. Μου στάθηκε πολύ σε ό,τι έκανα. Έκανα κι άλλες επιχειρήσεις. Άνοιξα ένα κέντρο πολυτελείας 430 θέσεων στη Μελβούρνη με το όνομα “Αθηναία” και τραγουδούσαν εκεί ο Τζων Τίκης και η Ρένα Φραγκιαδάκη, αστέρια της εποχής στην Αυστραλία, ενώ κατά καιρούς έφερνα από την Ελλάδα γνωστά ονόματα, όπως: Τάνια Τσανακλίδου, Σωτηρία Μπέλου, Μανώλης Μητσιάς, Νίκος Ξανθόπουλος, Λίτσα Διαμάντη κ.ά., για πολλά χρόνια.
Ύστερα άνοιξα ένα πιάνο μπαρ 130 θέσεων, στο οποίο τραγουδούσαν Έλληνες της Αυστραλίας. Παράλληλα με τις επιχειρήσεις μου ασχολήθηκα με το ποδόσφαιρο ως τιμ μάνατζερ στην αυστραλέζικη ελληνική ομάδα “Μέγας Αλέξανδρος”» λέει απνευστί σαν να διατρέχει τη ζωή του μονομιάς, για να φτάσει σε ό,τι ο ίδιος θεωρεί πως είναι το σημαντικότερο κομμάτι της ζωής του, εκτός από την οικογένειά του βέβαια. Κι αυτό είναι η δραστηριότητά του για τον απόδημο Ελληνισμό.
«Ξέρεις πως έχω περάσει από πολλές θέσεις εκπροσωπώντας τους Μεσσήνιους της Αυστραλίας. Για πολλά χρόνια ήμουν πρόεδρος της Παμμεσσηνιακής Μελβούρνης “O Παπαφλέσσας”. Ακόμα είμαι στο Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού ως αντιπρόεδρος. Με αυτή την ιδιότητα είμαι και στην Παμμεσσηνιακή Ομοσπονδία Αμερικής – Αυστραλίας – Καναδά και, επίσης, υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων στη Μεσσηνιακή Αμφικτυονία. Κι επειδή είμαι χριστιανός ορθόδοξος, έχω διατελέσει και πρόεδρος εκκλησιαστικής επιτροπής στην ελληνική ορθόδοξη κοινότητα της Αυστραλίας. Από αυτές τις θέσεις γνώρισα πολλά από τα πολιτικά πρόσωπα της χώρας, όταν είχαν έρθει στην Αυστραλία, και ανάμεσά τους τον Γιώργο Παπανδρέου, τον Γιώργο Γεννηματά, τον Λεωνίδα Κύρκο, τον Γιάννη Χαραλαμπόπουλο, τον Κώστα Καραμανλή και τον Αντώνη Σαμαρά, με τον οποίο είμαι φίλος από το 1992» αναφέρει και μου δείχνει φωτογραφίες με τον Καραμανλή, τον Σαμαρά αλλά και τον πατριάρχη Βαρθολομαίο. Χαρακτηριστική η άνεση μπροστά στο φακό, αλλά και στους ανθρώπους που γνωρίζει, ο Κυριάκος ξέρει να στέκεται ως γίγαντας με καμάρι, άλλωστε, όπως και ο ίδιος λέει, ποτέ δεν είχε πρόβλημα με το ύψος του. Άλλωστε, ο αδελφός του και ο πατέρας του ήταν ψηλοί και ο ίδιος πήρε από τη μητέρα του.
Μιλώντας για τους γονείς του, ιδιαίτερα για τον πατέρα του, συγκινείται. «Ήταν ψηλός και λεβέντης και υπήρξε αξιωματικός του ΕΛΑΣ, ενώ πήγε εξορία επί χούντας. Τον έλεγαν Νίκο Παπαδημητρόπουλο του Περικλή και πέθανε το 1983», λέει και σωπαίνει.
Μπορεί να καταξιώθηκε κοινωνικά και επαγγελματικά στην Αυστραλία ο Κυριάκος Παπαδημητρόπουλος, αλλά δεν έπαψε ποτέ να ακούει τη φωνή της μητέρας πατρίδας μέσα του, γι’ αυτό και δραστηριοποιήθηκε άμεσα και ουσιαστικά, με αφορμή τους σεισμούς της Καλαμάτας, και ως πρόεδρος της Ερανικής Επιτροπής που εξελέγη, συνέβαλε ώστε να συγκεντρωθούν χρήματα για να χτιστεί το σχολείο στην οδό Καλλιπατείρας. Για τη συνεισφορά του αυτή βραβεύτηκε από τις τοπικές Αρχές.
«Είμαι υπερήφανος για ό,τι έχω κάνει στη ζωή μου και πιο πολύ είμαι για την οικογένεια που κάναμε με τη γυναίκα μου Ευτυχία. Τέσσερα παιδιά για τα οποία είμαι υπερήφανος. Η κόρη μου, Αθηνά, είναι καθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας, η άλλη κόρη μου, η Σταυρούλα, δόκτωρ Παιδοψυχολογίας, υπεύθυνη των προβληματικών παιδιών Αυστραλίας και η τρίτη μου κόρη, η Γεωργία, έχει σχολή αισθητικής, ενώ ο γιος μου Νίκος είναι οικονομολόγος και ασχολείται με διαχείριση επιχειρήσεων. Μάλιστα, η τράπεζα της Αυστραλίας τον έχει ορίσει οικονομικό εντεταλμένο για τις χώρες της Ασίας. Από τα παιδιά μου έχω εφτά εγγόνια, που όλα σπουδάζουν στα πανεπιστήμια. Η εγγονή μου, Χριστίνα, ασχολείται με τις διπλωματικές σχέσεις στη γραμματεία του υπουργείου Εξωτερικών της Αυστραλίας, ενώ ο εγγονός μου ο Περικλής ασχολείται και με την πυγμαχία και διαπρέπει. Οι κόρες μου έχουν παντρευτεί Έλληνες και ο γιος μου Πορτογαλίδα και όλοι μιλούν τα ελληνικά σαν Έλληνες. Όπως καταλαβαίνεις, έχω κάθε λόγο να είμαι ικανοποιημένος από τη ζωή μου και αν ο Θεός δεν έπαιρνε από κοντά μου πρόσφατα τη γυναίκα μου Ευτυχία, θα έλεγα ότι είμαι ευτυχισμένος» λέει τελειώνοντας και στα μάτια του εμφανίζονται δάκρυα.
Όσο και αν μεγαλώνει ο Κυριάκος Παπαδημητρόπουλος, είναι πάντα ευαίσθητος και δε διστάζει να το δείχνει.
Έκθεση εικόνων