14 Φεβρουαρίου, 2025
Κ. Γεωργούλη 27, Καλαμάτα 24100, Μεσσηνία
Τεύχος 325 Πρόσωπα

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ

«Η είναι έκφραση βαθιάς λαχτάρας για διάρκεια, απελευθέρωση από τα δεσμά της φθοράς και του χρόνου»

Ο ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής Δημήτρης Κοσμόπουλος γεννήθηκε στο Κοντογόνι (Παπαφλέσσα) Πυλίας και μεγάλωσε στην Καλαμάτα. Έχει εκδώσει εννέα ποιητικές συλλογές και τρία βιβλία δοκιμίων πάνω σε θέματα Λογοτεχνίας. Έχει μεταφράσει μείζονες Ευρωπαίους Ποιητές. Το έργο του έχει μεταφραστεί στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, ακόμη και στα αραβικά. Ανθολογίες ποιημάτων του κυκλοφορούν στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, σερβικά και αλβανικά. Διευθύνει το Περιοδικό «Νέα Ευθύνη». Έχει τιμηθεί με το Βραβείο Έλληνα Λυρικού Ποιητή «Λάμπρος Πορφύρας» της Ακαδημίας Αθηνών (2005), με το Διεθνές Βραβείο Κ.Π. Καβάφης για το σύνολο του έργου του (2013), ενώ το πρόσφατο βιβλίο του, «Θέριστρον», μια ποιητική σύνθεση (εκδόσεις Κέδρος 2018), τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Ουράνη για την ποίηση της Ακαδημίας Αθηνών. Από το 2001 είναι μέλος της Εταιρίας Παπαδιαμαντικών Σπουδών και από το 2004 μέλος της Εταιρίας Συγγραφέων. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

Στη συνέντευξη που ακολουθεί ο Δημήτρης Κοσμόπουλος μιλά στο Flash Μεσσηνίας για την πρώτη του επαφή με την ποίηση, τις επιρροές του, τις πρώτες του δημοσιεύσεις, τη συμπόρευση της ποίησης με τη θρησκεία, αλλά και για το έργο του:

-Η πρώτη σας επαφή με την ποίηση;

Από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού είχα μια έμφυτη προδιάθεση στην απομνημόνευση στίχων. Και από τα ποιήματα των αναγνωστικών του Δημοτικού, αλλά κυρίως από την έκδοση του έργου του Σολωμού από τον Πολυλά και την ποιητική Ανθολογία του Περάνθη, η οποία υπήρχε στο σπίτι. Συνυπήρχαν οι Εκλογές από τα δημοτικά τραγούδια του Νικολάου Πολίτη. Στη δευτέρα Δημοτικού απήγγειλα στην εθνική εορτή της 25ης Μαρτίου όλο τον εθνικό ύμνο, αφού έκανα πρόβες επί δύο μήνες με τη βοήθεια της μητέρας μου. Η αμοιβή μου ήταν ένα εκατοντάδραχμο από το διδασκαλικό μισθό του πατέρα μου, ποσό διόλου ευκαταφρόνητο για την εποχή, αρχές της δεκαετίας του ’70. Όταν κατεβήκαμε στην πόλη, στη θαλασσινή και χλωρή Καλαμάτα, όπου είχαμε χτίσει το σπίτι μας, άρχισα να παίρνω σε τεύχη κάθε εβδομάδα τα «Άπαντα των Ελλήνων εθνικών συγγραφέων» από τις εκδόσεις Μπίρη. Εκεί απέκτησα, εκτός από τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, τον Δροσίνη, τον Σπυρίδωνα Μελά και τα Άπαντα του Παλαμά. Μεγάλωσα με τον Παπαδιαμάντη-έγινε ο αγαπημένος μου παππούς, αλλά και τρόπος να με μάθει η μητέρα γραμματική και συντακτικό, τον ένοιωθα παιδιόθεν ως ποιητή-, τον Σολωμό, τον Παλαμά, τους ποιητές του Μεσοπολέμου και αργότερα, μέσα από τις ανθολογίες του Αποστολίδη, του Κοκκίνη, του Λ. Πολίτη, έφτασα στον Σικελιανό, τον Καβάφη και τους μεγάλους του μοντερνισμού. Άρχισα να παραγγέλνω και να αγοράζω Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσο. Η προσωπική και η οικογενειακή μου σχέση με τον κορυφαίο ποιητή της μεταπολεμικής γενιάς, Δ. Π. Παπαδίτσα, λειτούργησε καταλυτικά. Εκείνος μου έδωσε να διαβάσω από τις εκδόσεις του «Γαλαξία», Νίκο Εγγονόπουλο και Ανδρέα Εμπειρίκο. Στις τελευταίες τάξεις του Λυκείου η ποίηση με είχε κερδίσει οριστικώς. Πρώτα ως αναγνώστη. Ανέπτυξα, εμπιστευόμενος τα πρώτα ποιητικά μου σχεδιάσματα στον Γιάννη Ρίτσο, μιαν αλληλογραφία μαζί του. Ο μεγάθυμος μείζων λυρικός μας με συμβούλευε, με συγκρατούσε και με προέτρεπε.

 

-Πότε ξεκίνησε το ταξίδι σας στη συγγραφή;

Μαζί με την αγάπη που μου εμφύτευσε η μητέρα μου στον Παπαδιαμάντη και δι’ αυτού στη Γραμματική του Τζαρτζάνου, με εισήγαγε στα μυστικά της καλλιγραφίας με πένα, κονδυλοφόρο και μελάνι. Θυμάμαι στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, επηρεασμένος από την εκκλησιαστική υμνογραφία – τα απηχήματα της οποίας περνούσαν στην ψυχική και γλωσσική μου περιοχή αβίαστα από τον τρόπο που λειτουργούσε η ενοριακή κοινότητα ακόμη στα χωριά των αρχών της δεκαετίας του ’70 – έγραφα ύμνους και εγκώμια, μιμούμενος την εκκλησιαστική ποίηση. Στη Δ΄ Δημοτικού είχα ήδη καταρτίσει την πρώτη ποιητική μου συλλογή. Τίτλος: Το αλώνι. Δια της καλλιγραφίας η γραφή -πάντα με μελάνι και πένα- υπήρξε ο ζωτικός χώρος όπου γευόμουν την οδυνηρή αλλά και σαγηνευτική αίσθηση της απέραντης ελευθερίας. Οδυνηρή, γιατί πάντα με κυνηγούσε ένα απροσδιόριστο «κάτι» που έπρεπε να βγει στο χαρτί και σαγηνευτική, διότι όταν υπήρχε η γεύση της ταύτισης της γραπτής μορφής με το αίσθημα που τη γεννούσε ένιωθα πραγματικά ελεύθερος.

-Και οι πρώτες δημοσιεύσεις;

Στην πρώτη Γυμνασίου έστειλα ποιήματα στη Νέα Εστία. Δημοσιεύτηκαν και η χαρά μου ήταν απέραντη. Στα 1980 προκηρύχθηκε πανελλήνιος ποιητικός διαγωνισμός από το Ίδρυμα Νεότητος. Στην κριτική επιτροπή μεταξύ των μελών ήταν ο Ελύτης, ο Βρεττάκος, ο αείμνηστος Γιώργος Ιωάννου, ο πολυσέβαστος Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος. Απέσπασα το πρώτο βραβείο και μου δόθηκε η ευλογημένη ευκαιρία να γνωρίσω τον Βρεττάκο και τον Γιώργο Ιωάννου. Ήρθα στην Αθήνα φοιτητής της Νομικής την εποχή που μεσουρανούσαν οι ποιητές της γενιάς του ’70 και τα περιοδικά τους. Πέρα απ’ τη στενή σχέση μαθητείας με τον Γιάννη Ρίτσο και τον Δ. Π. Παπαδίτσα, γνώρισα ποιητές που με αγκάλιασαν με αδελφική φιλία: ο μακαρίτης Γιάννης Κοντός, ο Νάσος Βαγενάς, με αφορμή την ποιητική του οποίου γράφτηκε το βιβλίο μου «Η πτήση του ιπτάμενου», ο Μιχάλης Γκανάς, ο Γιώργος Μαρκόπουλος, ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, ο Αντώνης Φωστιέρης κ.ά. Στα περιοδικά «Λέξη», «Γράμματα και Τέχνες» και «Δέντρο» μπήκαν τα πρώτα μου ποιήματα και οι πρώτες μου μεταφράσεις.

-Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί η συλλογή σας «Θέριστρον» (Εκδόσεις Κέδρος);

Θέριστρον στη βυζαντινή ποιητική γραμματεία σημαίνει το όργανο του θερισμού. αλλά συνάμα συναντάται και ως θερίστριον, με τη σημασία της θερινής στολής. Τα ποιήματα του «Θερίστρου» αποτελούν μια ενιαία σύνθεση χωρισμένη σε τέσσερις ενότητες. Οι περιστάσεις και οι δυσκολίες με έφεραν αντιμέτωπο, περισσότερο παρά ποτέ, με το μυστήριο του θανάτου. Ξετυλίχτηκε ένας αρχέγονος ρυθμός – ο λόγος που πάει να γίνει μουσική που λέει κι ο Παλαμάς- ως αναμέτρηση με τα πεπραγμένα του βίου κι ενώ φυσούσαν οι δυνατοί άνεμοι του φόβου, αλλά και της ελπίδας. Ένιωσα την ανάγκη να συνομιλήσω με τους κεκοιμημένους.

-Στο ποίημά σας «Της Πλάκας το γιοφύρι», γράφετε: «Ολημερίς να χτίζετε, ολονυχτίς θα πέφτει,/ γιατί κανείς σας δεν μπορεί κορμάκι να φυτέψει./ Η αγάπη θέλει θάνατο κι η πέτρα θέλει αίμα». Γιατί το δημοτικό τραγούδι εξακολουθεί να εμπνέει ακόμη και σήμερα;

Απλούστατα γιατί αποτελεί το θεμελιώδη αγωγό της συλλογικής μας ιδιοσυγκρασίας, την ανάσα μας. Παρά τις επιχωματώσεις από τόνους τηλεοπτικής εικόνας, στον πυθμένα του ψυχικού μας βίου ενυπάρχουν πάντοτε το εύρος του δεκαπεντασύλλαβου και οι ρηξικέλευθες εκφραστικές πραγματώσεις του δημοτικού τραγουδιού. Το 2015 γκρεμίστηκε από την πλημμυρίδα του ποταμού και από την εγκατάλειψη το θρυλικό Γεφύρι της Πλάκας. Προσέλαβα αυτήν την κατακρήμνιση ως γκρέμισμα, μέσα στο καταναλωτικό μας γαυρίαμα, της γέφυρας που μας συνδέει με το βαθύτερο εαυτό μας. Έτσι γεννήθηκε αυτό το ποίημα.

-Στο έργο σας είναι εμφανής η επιρροή σας από το Θείο. Μπορεί, αλήθεια, η ποίηση να συμβαδίσει με τη θρησκεία;

Θεωρώ το ερώτημά σας ρητορικό. Ωστόσο, αποτελεί και μία πρόκληση για να αρθούν ενδεχόμενες προκαταλήψεις. Από καταβολής ανθρώπινης ιστορίας η ποίηση είναι έκφραση βαθιάς λαχτάρας για διάρκεια, απελευθέρωση από τα δεσμά της φθοράς και του χρόνου. Εξ αρχής, λοιπόν, η ποίηση υπήρξε σύμφυτη με το θρησκευτικό γεγονός. Από το έπος του Γιλγκαμές μέχρι τον Όμηρο και τον Ησίοδο, τους αρχαίους τραγικούς, την ιλιγγιώδους κάλλους ποίηση της εκκλησιαστικής υμνογραφίας. Μιλώ κατ’ αρχήν για την ελληνική γλώσσα, αλλά το ίδιο συμβαίνει και στις γλωσσικές παραδόσεις των ιστορικών λαών. Σ’ αυτές εγκιβωτίζονται τα πνευματικά καταπιστεύματα. Η ποίηση μέχρι την εποχή της νεωτερικότητας ήταν κοινωνικό γεγονός και το πρόσωπο του ποιητή είχε ρόλο ιερό. Στη νεωτερική περίοδο ο άνθρωπος αυτονομείται από το ιερό και στηρίζεται αποκλειστικά στις δικές του δυνάμεις. Από homo adorans (λατρευτικό ον) μεταλλάσσεται σε homo faber (άνθρωπος της δράσης). Ο ιδεοληπτικός ανθρωποκεντρισμός και οι ψευδαισθήσεις του οδήγησαν στις πιο φρικαλέες περιόδους αίματος και θανάτου την ανθρώπινη ιστορία. Ο Ντοστογιέφσκι προείδε τη σημερινή μεταμοντέρνα διάλυση μέσα από το μηδενισμό της εποχής του και προειδοποιούσε ότι «χωρίς Θεό όλα επιτρέπονται». Ζούμε το δράμα της αποξήρανσης των νοημάτων. Ο Ουμπέρτο Έκο το τονίζει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο: Nomina nuda tenemus (Κρατάμε άδεια ονόματα), θυμίζοντάς μας τη φράση του Bernard de Cluny.

Σήμερα έχουμε μετατρέψει το Θεό σε εννοιολογικό κατηγόρημα και μιλάμε αορίστως για την έννοια του «Θείου». Στην καθ’ ημάς παράδοση, έσχατος κατηχούμενος της οποίας αγωνίζομαι να είμαι, συναντάμε το Θεό στο πρόσωπο του άλλου, κατά την ευαγγελική επιταγή του Ιησού Χριστού, αφού ο άλλος, ακόμη κι ο εχθρός, εικονίζει τον ιστορικό Θεό που σαρκώθηκε στο πρόσωπο του Χριστού. Το Θεό κατά την πατερική εμπειρία τον γευόμαστε καλλιεργώντας μια σχέση που μας βγάζει από τον εαυτό μας, με το πρόσωπο του Χριστού και με τους άλλους ως αδελφούς. Δεν είναι έννοια ο Θεός. Είναι σαρκωμένη αγάπη. Σχετιζόμαστε μαζί Του, μέσα από την ταπείνωση και την άσκηση. Η πίστη είναι κατόρθωμα ελευθερίας, της μόνης που νικά το γεώδες φρόνημα του εαυτού μας. Ο Ταρκόφσκι έλεγε ότι στην εποχή του ατομικού καλλιτέχνη που ζούμε, αληθινός καλλιτέχνης είναι εκείνος που διψά «για μιαν αλήθεια οριστική». Αυτή τη δίψα που είναι υπαρξιακό αίτημα όλων των ανθρώπων, εξέφραζε και εκφράζει και σήμερα η αληθινή ποίηση. Ας θυμηθούμε ότι ήταν οι ποιητές του ρομαντισμού στην Ευρώπη που διεμβόλισαν τον εργαλειακό, νοησιαρχικό ορθολογισμό. Η υπερβατική τους δίψα τροφοδότησε ακόμη και τα πιο ακραία κινήματα του μοντερνισμού, όπως ο υπερρεαλισμός. Η απαρχή του μοντερνισμού στην αγγλοσαξονική και στη γαλλική γλώσσα και η ρωσική πρωτοπορία των αρχών του 20ού αιώνα συνδέουν το επαναστατικό αίτημα με το αίτημα του Ιερού. Αναφέρω ενδεικτικά τον Μαγιακόφσκι, την Αχμάτοβα, τον Μαντελστάμ και τον Μπλοκ, τον Έλιοτ, τον Κλωντέλ, τον Πιερ-Ζαν Ζουβ, κι άλλους πολλούς. Στη δική μας λυρική παρακαταθήκη αρκεί να μελετήσει κανείς τους γενάρχες Σολωμό και Κάλβο, τον Παλαμά και τον Σικελιανό, τον Καβάφη, τον Ελύτη και τον Σεφέρη, τον Παπατσώνη, τον Εγγονόπουλο, και τους ιδιαίτερα συναρπαστικούς στις υπαρξιακές αναφορές και συνομιλίες με τον Θεό, Ρίτσο και Λειβαδίτη, τον Καρούζο,(αγαπημένο μου φίλο), τον Παπαδίτσα και από τους σύγχρονους το μακαρίτη Ηλία Λάγιο. Όντας οι ποιητές μας αντηχεία της καταθρυμματισμένης συλλογικής μας συνείδησης, επαναφέρουν το αίτημα του ιερού στον κόσμο του τηλεοπτικού κανιβαλισμού.

Leave feedback about this

  • Quality
  • Price
  • Service

PROS

+
Add Field

CONS

+
Add Field
Choose Image
Choose Video